Μετά τη στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν επιχειρεί μια «οικονομική επίθεση» στην Ενωμένη Ευρώπη, με όπλο το φυσικό της αέριο και κύριο στόχο τη Γερμανία, που εξακολουθεί να έχει μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση από τη Μόσχα. H Γερμανία φοβάται τώρα ότι υπάρχει περίπτωση πλήρους διακοπής της ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία μέσα στο καλοκαίρι, κάτι που σημαίνει ότι εργοστάσια θα υποχρεωθούν να κλείσουν και να απολύσουν εργαζομένους, τη στιγμή που, όπως παραδέχονται στον κυβερνητικό συνασπισμό, σημαντικό κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας δεν βγάζει τον μήνα λόγω των υψηλών τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Ηδη η κυβέρνηση του Βερολίνου χαρακτήρισε το φυσικό αέριο «είδος εν ανεπαρκεία».
Ο υπουργός Οικονομικών της χώρας Κρίστιαν Λίντνερ, από το κόμμα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, δήλωσε την περασμένη Τρίτη ότι οι επίμονα πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας απειλούν να φέρουν μια μεγάλη οικονομική κρίση στη χώρα του.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ, από το κόμμα των Πρασίνων, ήταν εκείνος που αναγκάστηκε να ανακοινώσει «με μεγάλη θλίψη» την επιστροφή της Γερμανίας στην παραγωγή ενέργειας από άνθρακα σε εργοστάσια που είχαν κλείσει, στο πλαίσιο της «πράσινης μετάβασης».
Οι Γερμανοί αποφάσισαν να διατηρήσουν σε λειτουργία τρία μεγάλα λιγνιτικά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος που επρόκειτο να κλείσουν οριστικά τον Σεπτέμβριο και τώρα η RWE, ο γερμανικός ενεργειακός γίγαντας, προσπαθεί να επαναπροσλάβει «μερικές εκατοντάδες ανθρώπους» για να διασφαλίσει την ομαλή τους λειτουργία.
«Το πόσο διοξείδιο του άνθρακα θα εκπέμπουμε εξαρτάται από τον χρόνο που θα απαιτηθεί η λειτουργία των λιγνιτικών εργοστασίων, αλλά το σίγουρο είναι ότι θα εκπέμπουμε περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα», ομολόγησε ο εκπρόσωπος της Stag, μιας από τις εταιρείες που λειτουργεί τέτοια εργοστάσια στη Δυτική Γερμανία.
Δεν ήταν όμως μόνο η Γερμανία που επέστρεψε στον άνθρακα. Τόσο η Ολλανδία όσο και η Αυστρία προχώρησαν σε παρόμοιες κινήσεις, ενώ η χώρα μας έχει αυξήσει την παραγωγή ενέργειας με λιγνίτη από τον Απρίλιο, με στόχο την απόλυτη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού, σε συνδυασμό με τους τερματικούς σταθμούς LNG. Πάντως, ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς απέρριψε την πρόταση να δοθεί παράταση ζωής σε τέσσερα πυρηνικά εργοστάσια, όπως απορρίπτει -μέχρι στιγμής- ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε την ιδέα να ξανανοίξει ένα μεγάλο πεδίο φυσικού αερίου στην περιοχή του Κρόνιγκεν, το οποίο είχε κλείσει επειδή η λειτουργία του προκαλούσε σεισμούς!
Παρά τους επιμέρους δισταγμούς, για την Ευρώπη το θέμα της ενεργειακής επάρκειας έχει αυτή τη στιγμή μεγαλύτερη σημασία ακόμα και από αυτό των υψηλών τιμών – καθώς είναι πλέον φανερό ότι η Ρωσία στοχεύει στα μεγαλύτερα δυνατόν έσοδα από τις χαμηλότερες δυνατόν εξαγωγές προς την Ευρώπη.
Οι Ρώσοι μείωσαν κατά 60% τη ροή φυσικού αερίου στον αγωγό Nord Stream 1 την προηγούμενη εβδομάδα επικαλούμενοι «τεχνικούς λόγους». Οι Γερμανοί σήμαναν συναγερμό φοβούμενοι ότι η μείωση της ροής μπορεί να είναι το προανάκρουσμα μιας πλήρους διακοπής της μεταφοράς αερίου από τη Ρωσία στη Γερμανία, κάτι που δηλώνει ότι τον Ιανουάριο του 2023 δεν θα υπήρχε αέριο ούτε για δείγμα στις υπόγειες γερμανικές αποθήκες.
Την ίδια στιγμή, οι «τεχνικοί λόγοι» του Πούτιν πέτυχαν τον στόχο τους: ανέβασαν κατά 50% την τιμή των προθεσμιακών συμβολαίων στην ευρωπαϊκή αγορά του αερίου – και μάλιστα αυτό συνέβη σε μια στιγμή που όλη η Ευρώπη επιδιώκει να γεμίσει τις αποθήκες αερίου εν όψει του χειμώνα, ώστε να μην επαναληφθεί το περσινό προηγούμενο, όταν οι τιμές εκτοξεύθηκαν λόγω του ότι η Gazprom, που διαχειριζόταν τις γερμανικές αποθήκες, «φρόντισε» να είναι σχεδόν άδειες.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει ζητήσει από όλα τα κράτη-μέλη της να έχουν τις ενεργειακές αποθήκες τους γεμάτες «τουλάχιστον κατά 80%» την 1η Νοεμβρίου, «προκειμένου να βγει ο χειμώνας». Η πληρότητα στο σύνολο των ευρωπαϊκών αποθηκών φυσικού αερίου είναι τώρα στο 55%. Η Γαλλία και η Ιταλία έχουν αυτή τη στιγμή πληρότητα στις αποθήκες τους πάνω από 55%, ενώ η Ισπανία, άλλος ένας μεγάλος καταναλωτής φυσικού αερίου, έχει φτάσει στο 77%. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η Γερμανία μέχρι την Πέμπτη είχε καταφέρει να έχει συνολική πληρότητα 58% στις αποθήκες της -πολύ παραπάνω από την περσινή-, παρά την περικοπή της ροής που έκαναν οι Ρώσοι τις τελευταίες ημέρες.
Ωστόσο, οι ειδικοί επιμένουν ότι αυτή η προσπάθεια μπορεί να αποδειχθεί μάταιη, αφού όλα εξαρτώνται από τις διαθέσεις του Πούτιν. «Αν οι Ρώσοι κλείσουν εντελώς τον αγωγό Nord Stream, τότε η Ευρώπη θα ξεμείνει από αέριο τον Ιανουάριο», δήλωσε στους «New York Times» ο Μάσιμο Ντι Οντοράντο, αντιπρόεδρος της γνωστής εταιρείας συμβούλων Wood Mackenzie.
Οπως είναι γνωστό, η Γερμανία, επαναπαυμένη σε συμφωνίες δεκαετιών με τη Ρωσία για την προμήθεια φυσικού αερίου μέσω αγωγών, δεν διαθέτει τερματικούς σταθμούς υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου, οπότε δεν μπορεί προς το παρόν να αλλάξει το μείγμα των εισαγωγών της. Μόλις την Τρίτη ένας μεγάλος γερμανικός προμηθευτής ενέργειας, η ΕνΒW, υπέγραψε 20ετές συμβόλαιο προμήθειας υγροποιημένου φυσικού αερίου με τη μεγάλη αμερικανική εταιρεία Venture Global. Λόγω έλλειψης τερματικού, όμως, η συμφωνία θα αρχίσει να υλοποιείται από το 2026.
Η πολιτική διάσταση της ρωσικής επίθεσης
«Δεχόμαστε οικονομική επίθεση, ο Πούτιν θέλει να σπείρει την ανασφάλεια, να κρατά διαρκώς ψηλά τις τιμές και να διχάσει τις κοινωνίες μας», δήλωσε ο Γερμανός αντικαγκελάριος. Οι Γερμανοί αντιλαμβάνονται πια ότι τα συμβόλαια φυσικού αερίου που έχουν συνάψει με την Gazprom «δεν έχουν την παραμικρή αξία», καθώς οι Ρώσοι είναι πολύ πιθανό να φρενάρουν το γέμισμα των αποθηκών της Ευρώπης, προκειμένου να κρατήσουν πολύ ψηλά τις τιμές, αλλά και να αυξήσουν την πολιτική πίεση που δέχονται οι κυβερνήσεις της λόγω της ενεργειακής ακρίβειας η οποία διαχέεται σε όλη την οικονομία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στις αρχές του πολέμου στην Ουκρανία ο Πούτιν διαβεβαίωνε ότι η Ρωσία θα εκτελούσε όλα τα συμβόλαια που είχε υπογράψει με τις ευρωπαϊκές χώρες, στη συνέχεια απαίτησε πληρωμή σε ρούβλια και δεν δίστασε να κλείσει τη στρόφιγγα για τις χώρες που το αρνήθηκαν.
Πολιτικό πρόβλημα «διά της πλαγίας» αντιμετωπίζει και η κυβέρνηση των ΗΠΑ, καθώς οι τιμές της βενζίνης έχουν υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με δύο χρόνια πριν και ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ρισκάρει να χάσει την πλειοψηφία στο Κογκρέσο στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου.
Ηδη η αποδοχή του έχει πέσει σε χαμηλά επίπεδα -στην τελευταία μέτρηση είχε 39%- και η εκτίναξη των τιμών, σε συνδυασμό με την αναγκαστική άνοδο των επιτοκίων, δημιουργεί κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού για τις ΗΠΑ.
Μάλιστα, ο Μπάιντεν επιδιώκει να πετύχει μια τρίμηνη διακοπή της φορολόγησης των καυσίμων ώστε να πέσουν έστω και λίγο οι τιμές, αφού στις ΗΠΑ οι φόροι είναι μόνο το 10% της τελικής τιμής της βενζίνης, και παράλληλα απαιτεί από τις πετρελαϊκές εταιρείες να λειτουργήσουν άμεσα εγκαταστάσεις που είχαν κλείσει την εποχή του lockdown, όταν η ζήτηση για καύσιμα είχε μειωθεί κατά πολύ.
Παρ’ όλα αυτά, οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου παραμένουν αρκετά πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι, καθώς οι χώρες του OPEC αρνούνται να ανεβάσουν την παραγωγή τους στα προ κορωνοϊού επίπεδα, προκειμένου να διατηρήσουν τα πολύ υψηλά κέρδη της μεταπανδημικής εποχής.
Οι ειδικοί της αγοράς σημειώνουν ότι μόνο η μείωση της ζήτησης θα μπορούσε να ρίξει τις τιμές – καθώς δεν προβλέπεται αύξηση της προσφοράς. Ωστόσο, οι αγορές δεν έχουν καταλήξει -εξ ου και η έντονη μεταβλητότητα στις χρηματαγορές– κατά πόσο η ευρωπαϊκή και η αμερικανική οικονομία θα οδηγηθούν σε ύφεση λόγω των υψηλών τιμών των καυσίμων, κάτι που τις συντηρεί σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Στο πλαίσιο αυτό, οι σημαντικές εκπτώσεις που παρέχει η Ρωσία στους νέους μεγάλους αγοραστές του πετρελαίου της, όπως η Κίνα και η Ινδία, της εξασφαλίζουν έσοδα-μαμούθ, αλλά δεν συμβάλλουν σε μια γενικότερη πτώση των τιμών, αφού πρόκειται για συναλλαγές εξωχρηματιστηριακές, σε διμερή βάση.
Οπως είναι γνωστό, η Ρωσία έχει σημαντική αύξηση εσόδων όλους τους μήνες που διαρκεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, παρά το γεγονός ότι αρκετές ευρωπαϊκές εταιρείες αποφάσισαν να απέχουν από τις συναλλαγές με ρωσικό πετρέλαιο, λόγω της ατμόσφαιρας αβεβαιότητας που έχουν δημιουργήσει οι κυρώσεις προς τη Μόσχα, ενώ οι ΗΠΑ σταμάτησαν κάθε ενεργειακή σχέση με τη Ρωσία.
Ωστόσο, μέσω των εκπτώσεων που προσφέρει -ξεπερνούν τα 30 δολάρια ανά βαρέλι, σύμφωνα με τους ειδικούς της αγοράς- η Ρωσία κατάφερε να υποκαταστήσει μεγάλο μέρος των εξαγωγών της: είναι χαρακτηριστικό ότι η Κίνα δεν έχει πια ως μεγαλύτερο προμηθευτή τη Σαουδική Αραβία, αλλά τη Ρωσία, ενώ η Ινδία έχει δεκαπλασιάσει τις ημερήσιες αγορές της σε αργό Ουραλίων και σκοπεύει να αγοράζει ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες στο άμεσο μέλλον.
Μάλιστα, η εμπλοκή των ινδικών διυλιστηρίων στην αγορά με όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου σπάει έμμεσα τις αμερικανικές κυρώσεις στα πετρελαϊκά προϊόντα, αφού η βενζίνη από τα διυλιστήρια αυτά παράγεται με ρωσικό πετρέλαιο που αφήνει πολύ μεγάλο περιθώριο κέρδους στην ινδική πετρελαϊκή βιομηχανία.
Πηγή: protothema.gr