Ο Γιωργάκης γεννήθηκε το 1926 στις Σέρρες. Από πολύ μικρός «ρίχτηκε» στη βιοπάλη. Οι παλιότεροι τον θυμούνται σαν λούστρο στην στοά Καπλανίδη, πριν αρχίσουν να σηκώνονται οι πολυκατοικίες στις Σέρρες. Αργότερα θα τον βρούμε να πουλάει πασατέμπο έξω από τον κιν/φο «ΑΣΤΕΡΙΑ» και τελευταία να πουλάει λαχεία και να μεταφέρει γλυκά και ανθοδέσμες στους εορτάζοντες.
Η καλλιτεχνική καριέρα του Γιωργάκη αρχίζει στη δεκαετία του ’50, που το πάλκο ήταν μια δύσκολη και απαιτητική αρένα. Το προσφυγόπουλο από το χωριό Κάραγατς του Νομού Προύσας, έδωσε τη δική του μάχη και κέρδισε. Η αισθησιακή και βελούδινη φωνή του μιλούσε κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων, που έχοντας ακόμη νωπές τις μνήμες του πολέμου, αναζητούσαν να βρουν τη χαρά, που τόσο στερήθηκαν. Μέσα ψυχαγωγίας τα χρόνια εκείνα ήταν το ραδιόφωνο, ο κιν/φος και τα κέντρα διασκέδασης, που αφθονούσαν στην πόλη μας. «Σαρδέλας», «Τσέλιος», «Πατίκι», «Καρεκλάς», «Παπαρούνα», «Συσσίτιο» και πολλά άλλα κέντρα μεσουρανούσαν την περίοδο εκείνη.
Στα 17 του χρόνια άρχισε να ασχολείται με το τραγούδι ερασιτεχνικά και η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση έγινε στα 21 του, στο κέντρο «Καρεκλά» με παρτενέρ του τη μετέπειτα διάσημη τραγουδίστρια ΜΑΡΙΟΝ ΣΙΒΑ (Ρούλα Ρέικ τότε). Μια πορεία ανηφορική, αλλά και με στάσεις, πλούσια σε εμπειρίες και συνεργασίες, σαράντα ολόκληρα χρόνια έδωσε μεγάλες χαρές, αλλά και πίκρες στον καλλιτέχνη. Πολλοί επιχειρηματίες θησαύρισαν από το «χρυσό» λαρύγγι του Γιώργου. Αν στην Ιταλία μεσουρανούσε τότε ο Λουτσιάνο Ταγιόλι και αν στην Αθήνα έκανε «πάταγο» ο Νάσος Πατέτσος, στις Σέρρες καθημερινά γνώριζε την αποθέωση ο «διάδοχός τους» Γιωργάκης. Σε πόσους αρραβώνες, σε πόσους γάμους και σε πόσα γλέντια δεν τραγούδησε ο λαοφιλής Γιωργάκης. Ποιος από μας δεν χόρεψε ένα «παθητικό» ταγκό, ένα βαλσάκι ή ένα μπλουζ, τραγουδισμένο από τη φωνή του γλυκύτατου «καντσονετίστα»;
Ο τραγουδιστής που μας τραγούδησε στις πιο ωραίες στιγμές της ζωής μας, αγαπήθηκε όσο κανείς άλλος από το σερρα’ίκό κοινό. Τραγούδησε μεγάλες επιτυχίες ξένων και Ελλήνων συνθετών όπως «Ντομάνι», «Βιολετέρα», «Μαρία Ντολόρες», «Θάλασσα πλατειά», «Άσπρο μου περιστέρι πέτα», «Μητέρα», «Λούνα Ρόζα», «Το τραγούδι του ναύτη», «Ολέ Τορέρο», «Αντιός Μαρικίτα Λίντα», «Ξέγνοιαστα παίζαμε κρυφτούλι», «Ο Καμπαλλέρος γυρνά στη Γρανάδα» και άλλα πολλά.
Τότε του γίνανε πολλές προτάσεις από διαφόρους θιάσους να συμπράξει μαζί τους καθώς και πρόταση από τον κονφερασιέ Γιώργο Οικονομίδη να κατέβει στην Αθήνα να κάνει καριέρα, αλλά η φροντίδα των γέρων γονιών του στάθηκε το «μεγάλο» εμπόδιο, μια και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας βρίσκονταν εκτός πόλεως (οι αδελφές του Σοφία και Δέσποινα στη Θεσ/νίκη και ο αδελφός του Λεωνίδας στο Λονδίνο). Αλλά ο Γ ιώργος, φύσει τοπικιστής, δεν εγκατέλειψε τις Σέρρες. Στα μόνα μέρη που τραγούδησε εκτός της πόλης των Σερρών ήταν τα παραθαλάσσια κεντράκια της Καβάλας (Καλαμίτσα, Ηρακλείτσα, Ν. Πέραμος).
Ο Γιώργος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πρωτοπόρος» (πρόδρομος) των σημερινών νέων. Ήταν ο πρώτος που λάνσαρε το ψηλό τακούνι, τα φανταχτερά – λαμέ ρούχα και το μεγάλο μαλλί (τσουλούφι – μαλλί καρουλάκι) με αποτέλεσμα να προκαλεί την περιέργεια των συμπολιτών του, ακόμη και να παρεξηγηθεί… Για το τραγούδι ο Γιώργος θυσίασε τα πάντα. Τα νιάτα του, την οικογενειακή ευτυχία, την προσωπική του ζωή… Δεν μετάνιωσε όμως, γιατί κέρδισε την αγάπη του κόσμου.
Ο Γιωργάκης μέρα του Μαγιού του 1993 άφησε την τελευταία του πνοή στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, μακρυά από τις Σέρρες, την πόλη που γεννήθηκε, αγάπησε και θυσίασε για χάρη της μια “λαμπρή καριέρα”.
Από τη μέρα του σταμάτησε να εμφανίζεται στα νυχτερινά κέντρα άρχισε η “αντίστροφη μέτρηση”.
Ο Γιωργάκης άρχισε να μαραζώνει, να αργοπεθαίνει. Δεν χρειζόταν να είσαι γιατρός για να καταλάβεις ότι ο Γιωργάκης είχε πέσει σε μελαγχολία. Το μόνο φάρμακο για αυτόν ήταν η επανεμφάνισή του στην πίστα αλλά “πολεμήθηκε” άγρια από τα βρώμικα κυκλώματα και έχασε τη μάχη…
«Με το γνωστό μας το μοτίβο,
για της ζωής το στίβο,
χαρούμενα ταλέντα προχωρούν…
χαρούμενα ταλέντα,
μαζί τους κόσμε γλέντα,
και δώσε στις ελπίδες τους φτερά…»
πηγή eproodos.gr