Οι νέες κυρώσεις του Ντόναλντ Τραμπ κατά των ενεργειακών κολοσσών Rosneft και Lukoil οδηγούν Κίνα και Ινδία να «παγώσουν» προσωρινά τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, στερώντας από τη Μόσχα κρίσιμα έσοδα. Οι δύο χώρες, που απορροφούν περίπου το 80% των ρωσικών εξαγωγών αργού, αποτελούν το βασικό οικονομικό στήριγμα του Βλαντίμιρ Πούτιν από την έναρξη του πολέμου το 2022.
Η απόφαση της Ουάσινγκτον προκάλεσε εκτόξευση 5% στις τιμές του πετρελαίου τύπου Brent, ενώ οι αγορές προεξοφλούν σοβαρές ανακατατάξεις στην παγκόσμια προσφορά. Οι αμερικανικές κυρώσεις προβλέπουν ότι οι ξένες τράπεζες που συναλλάσσονται με Rosneft και Lukoil θα κινδυνεύουν με δευτερογενείς κυρώσεις, αποκλεισμό από το δολαριακό σύστημα και περιορισμό πρόσβασης στην αμερικανική χρηματοδότηση.
Ινδία και Κίνα σε αναδίπλωση υπό τον φόβο αντιποίνων
Σύμφωνα με τους Financial Times αλλά και το Reuters, οι μεγαλύτερες ινδικές και κινεζικές εταιρείες – μεταξύ αυτών η Reliance Industries, που λειτουργεί το μεγαλύτερο διυλιστήριο του κόσμου στην Ινδία – σταμάτησαν τις αγορές ρωσικού αργού. Η Reliance ανακοίνωσε ότι «επαναπροσδιορίζει τις εισαγωγές της σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβέρνησης», καθώς ο κίνδυνος αμερικανικών κυρώσεων αυξάνεται.
Η Ινδία, που εισάγει περίπου 1,5 εκατ. βαρέλια ρωσικού πετρελαίου ημερησίως, έχει κερδίσει πάνω από 6 δισ. δολάρια τα τελευταία τρία χρόνια από τις χαμηλές τιμές που προσέφερε η Μόσχα. Όμως, αξιωματούχοι στο Νέο Δελχί προτρέπουν πλέον τις κρατικές εταιρείες να περιορίσουν σταδιακά τις εισαγωγές, ενώ η Reliance, που διατηρεί απευθείας συμβόλαιο 10 ετών με τη Rosneft για σχεδόν 500.000 βαρέλια ημερησίως, κινδυνεύει με σημαντική απώλεια προμηθειών.
Αντίστοιχα, το Πεκίνο ζήτησε από τις κρατικές πετρελαϊκές να αναστείλουν τις αγορές ρωσικού πετρελαίου δια θαλάσσης, αν και οι παραδόσεις μέσω αγωγών προς τη βόρεια Κίνα ενδέχεται να συνεχιστούν. Κινέζοι αναλυτές εκτιμούν ότι η παύση αυτή θα είναι προσωρινή, ωστόσο οι εταιρείες τηρούν στάση αναμονής μέχρι να αποσαφηνιστούν οι αμερικανικές κυρώσεις.
Αντιδράσεις και διεθνείς επιπτώσεις
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν απέρριψε τις νέες κυρώσεις ως «απόπειρα άσκησης πίεσης» και υποστήριξε πως «καμία χώρα που σέβεται τον εαυτό της δεν ενεργεί υπό πίεση». Τόνισε επίσης ότι η αντικατάσταση του ρωσικού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές «θα πάρει χρόνο», επιχειρώντας να υποβαθμίσει το πλήγμα στην οικονομία.
Από την πλευρά του ΟΠΕΚ, εκπρόσωπος δήλωσε ότι ο οργανισμός θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγή, εφόσον απαιτηθεί, στη σύνοδο των υπουργών στα τέλη Νοεμβρίου – αν και, όπως είπε, «δεν υπάρχει ακόμη επίσημη απόφαση ή συζήτηση».
Η κίνηση του Τραμπ έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία οι σχέσεις του με τον Πούτιν έχουν επιδεινωθεί. Μόλις πριν από λίγες ημέρες, ο Αμερικανός πρόεδρος ακύρωσε την προγραμματισμένη συνάντηση στη Βουδαπέστη, δηλώνοντας ότι «δεν ένιωθε πως θα οδηγούσε στο επιθυμητό αποτέλεσμα».
Η Ευρώπη εντείνει την πίεση και σχεδιάζει δάνειο 140 δισ. ευρώ προς το Κίεβο
Παράλληλα, η ΕΕ προχωρά στο 19ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που περιλαμβάνει απαγόρευση εισαγωγών ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και προσθήκη κινεζικών εταιρειών στη λίστα κυρώσεων. Την ίδια ώρα, οι ηγέτες της ΕΕ και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι εξετάζουν στις Βρυξέλλες τη χρήση δεσμευμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για τη χρηματοδότηση δανείου 140 δισ. ευρώ προς την Ουκρανία.
Η Μόσχα απάντησε ότι η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων θα προκαλέσει «επώδυνη αντίδραση». Ο Ζελένσκι, από την πλευρά του, ευχαρίστησε τις ΗΠΑ για τις νέες κυρώσεις, ζητώντας περαιτέρω μέτρα ώστε η Ρωσία να οδηγηθεί σε κατάπαυση πυρός.
Νέο τοπίο στην αγορά ενέργειας
Οι αναλυτές της RBC Capital Markets εκτιμούν ότι οι δευτερογενείς κυρώσεις θα «αναγκάσουν τα διυλιστήρια που εξαρτώνται από την πρόσβαση στις αμερικανικές κεφαλαιαγορές να στραφούν σε εναλλακτικούς προμηθευτές». Ήδη, η Ουάσινγκτον έχει δώσει διορία έως τις 21 Νοεμβρίου για τη διακοπή συναλλαγών με τις δύο ρωσικές εταιρείες.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη προκαλεί ενεργειακή αβεβαιότητα παγκοσμίως. Εάν Κίνα και Ινδία παρατείνουν την αναστολή εισαγωγών, η Ρωσία θα αναγκαστεί να προσφέρει το πετρέλαιο της με μεγαλύτερες εκπτώσεις, ενώ η παγκόσμια προσφορά θα συρρικνωθεί περαιτέρω.













