Πανύψηλος, για την εποχή του, και ο πατέρας του. Ο θρυλικός Ανδρέας Μπαρτζώκας. Ο αρχηγός της μεγάλης δραπέτευσης των «27» από τις Φυλακές Βούρλων στις 17 Ιουλίου του 1955. «Σκάβανε με ό,τι έβρισκαν, κάτω από το κρεβάτι του πατέρα μου». Απίστευτες ιστορίες. Μάλιστα λέγεται ότι οι Αμερικανοί σεναριογράφοι Πολ Μπρίκχιλ, Τζέιμς Κλάβελ και Γ. Μπαρνέτ εμπνεύστηκαν την ιστορία της «Μεγάλης Απόδρασης» του Τζον Στάρτζες, με Στιβ ΜακΚουίν, παραγωγής 1963, από τη θρυλική απόδραση του Ανδρέα Μπαρτζώκα και της παρέας του. Γιατί όχι;
Τι να σας λέω τώρα. Τα ’χασα με τις ιστορίες του. Τα ’χασα με τις γνωριμίες του. Φανταστείτε από μικρό παιδί να βρίσκεται, με τον πατέρα του, σε παρέες πασίγνωστων και αυθεντικών αριστερών όπως ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Ηλίας Ηλιού, ο Μανώλης Γλέζος και πολλοί άλλοι. Ανάμεσά τους και ο Μίκης Θεοδωράκης. «Μα φυσικά με τον πατέρα μου τον είχαμε επισκεφθεί στο Βραχάτι».

Και τώρα; Τώρα οι ταχαριστεροί, αλλά και οι προηγούμενοι, διέσυραν αρχές, αξίες, οράματα. Για μια καλύτερη ζωή. Μια ανθρώπινη ζωή.
«Ο πατέρας μου δεν έκανε δήλωση. Ποτέ». Εσείς θα κάνατε; Με κοίταξε για κλάσματα δευτερολέπτου και είπε «όχι».
Και τα νεύρα του; «Oταν βλέπω ανθρώπους να πυροβολούν τη λογική!»
Να μη αφαιρώ χώρο από αυτή την αλησμόνητη κουβέντα. Το μικρόφωνο στον Great Coach Γιώργο Μπαρτζώκα.
Σκηνή 1η
Η μεγάλη απόδραση με κουτάλια και σουγιάδες
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ: Η καταγωγή λοιπόν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΡΤΖΩΚΑΣ: Ο πατέρας μου ήταν από ένα χωριό της Αρτας που λέγεται Κεντρικό, παλαιότερα Νησίστα, αλλά στη συνέχεια έφυγε -12 χρονών- και ήρθε Αθήνα να σπουδάσει στην Ανωτάτη Εμπορική. Πολύ δύσκολα χρόνια. Επίσης είχε άλλα έξι μικρότερα αδέρφια, τα οποία σιγά-σιγά ερχόντουσαν κι αυτά γιατί το χωριό ήταν φτωχό. Ερχόντουσαν ένα-ένα και σπούδασαν όλα – στο Πολυτεχνείο και στη Νομική. Και ο πατέρας μου ανέλαβε τον ρόλο του πατέρα τους στην Αθήνα. Πολύ σημαντικό, γιατί σκεφτείτε ότι ήρθε δώδεκα ετών και έμεινε μόνος του. Για τα προς το ζην έκανε το παιδί για τα θελήματα σε μια οικογένεια. Ηταν οι τρεις αδελφές Ευκλείδου, οι οποίες τότε είχαν την εφημερίδα «Βραδυνή».
Δ.Δ.: Πότε αυτό;
Γ.ΜΠ.: Αν λάβεις υπόψη σου ότι ήταν το ’26 γεννημένος, μιλάμε για λίγο πριν τον πόλεμο.
Δ.Δ.: Οπου συμμετείχε στην Αντίσταση;
Γ.ΜΠ.: Στον πόλεμο του ’40 ήταν μικρός. Μετά, ναι, ο πατέρας μου ήταν ένας αριστερός ο οποίος στις τότε κυβερνήσεις της Δεξιάς, μετεμφυλιακά, πέρασε συνολικά δώδεκα χρόνια εξορία και φυλακή.
Δ.Δ.: Φυλακή στα Βούρλα, σωστά;
Γ.ΜΠ.: Ναι, αλλά πέρασε και από άλλα μέρη – Αίγινα, Κέρκυρα, Λέρο, Γυάρο.
Δ.Δ.: Και στα Βούρλα έγινε η μεγάλη απόδραση. Λένε μάλιστα ότι οι Αμερικάνοι εμπνεύστηκαν τη «Μεγάλη Απόδραση» με τον Στιβ ΜακΚουίν από αυτή την ιστορία.
Γ.ΜΠ.: Αυτό το έχω ακούσει και εγώ, είναι αλήθεια.
Δ.Δ.: Το ’55 έγινε αυτό. Και το τούνελ πώς το έκαναν, με έναν σουγιά;
Γ.ΜΠ.: Με τα κουτάλια, με σουγιά. Το τούνελ αυτό, η σήραγγα που ανοίξανε, ξεκίνησε κάτω από το κρεβάτι του πατέρα μου. Και άμα διαβάσεις την ιστορία, νομίζεις ότι δεν είναι αληθινή.
Δ.Δ.: Οτι είναι ένα σενάριο. Και το χώμα πού το πηγαίνανε;
Γ.ΜΠ.: Κάθε μέρα το βγάζανε σιγά-σιγά, το βάζανε σε γλάστρες ή στη λεκάνη. Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι είναι αληθινό αυτό, ότι έχει γίνει. Απέδρασαν, αλλά τους πιο πολλούς τους συνέλαβαν πάρα πολύ γρήγορα. Τον πατέρα μου μετά από δύο-τρεις μέρες. Τους είχαν επικηρύξει με αμοιβή και κάποιοι τους κατέδωσαν.
Δ.Δ.: Και ο πατέρας ξαναμπαίνει φυλακή. Και βγαίνει πότε;
Γ.ΜΠ.: Και επί δικτατορίας ήταν μέσα. Το ’67 προσπάθησε να αποδράσει για το Παρίσι και συνελήφθη στις σκάλες του αεροπλάνου.

«Οταν ήμουν μωρό, περίμεναν οι ασφαλίτες στο σπίτι κι εγώ νόμιζα ότι είναι κάποιοι συγγενείς και πήγαινα στα πόδια τους»
Δ.Δ.: Πότε γεννήθηκες;
Γ.ΜΠ.: Το ’65.
Δ.Δ.: Αδέλφια έχεις;
Γ.ΜΠ.: Εχω μια αδελφή δύο χρόνια μεγαλύτερη. Η πρώτη ανάμνηση του πατέρα μου που έχω ήταν από τη Λέρο, όταν πήγα τεσσάρων ετών με τη μάνα μου, τον είδαμε μια μέρα και φύγαμε. Βγήκε με τη Μεταπολίτευση το ’74.
Δ.Δ.: Και ήταν «αμετανόητος».
Γ.ΜΠ.: Ναι, δεν υπέγραψε τη δήλωση μετανοίας.
Δ.Δ.: Ούτε εσύ θα την υπέγραφες στη θέση του;
Γ.ΜΠ.: Εγώ αναρωτήθηκα. Με την έννοια ότι για εμάς που ήμασταν πίσω, την οικογένειά του, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Για τη μητέρα μου με τα δύο παιδιά.
Δ.Δ.: Η μητέρα δούλευε;
Γ.ΜΠ.: Η μητέρα δεν δούλευε γιατί είχε δύο παιδιά να μεγαλώνει.
Δ.Δ.: Και πώς ζούσατε;
Γ.ΜΠ.: Ο πατέρας μου πριν συλληφθεί ήταν οικονομολόγος, φυσικά τα χρήματα τελείωσαν κάποια στιγμή, αλλά ευτυχώς και η οικογένεια της μάνας μου και η οικογένεια του πατέρα μου, που ήταν αρκετά αδέλφια, φρόντισαν σε όλο αυτό το διάστημα να βοηθούν.
Δ.Δ.: Εσύ θα υπέγραφες λοιπόν;
Γ.ΜΠ.: Οχι. Αλλά κάποια στιγμή, όταν ήμουν μικρός, αναρωτήθηκα «γιατί δεν υπέγραφε ο πατέρας μου; Γιατί δεν γύριζε πίσω;». Μεγαλώναμε χωρίς πατρική φιγούρα μέσα στο σπίτι. Μπαίνανε ασφαλίτες μέσα στο σπίτι και ψάχνανε. Μου έχει περιγράψει εικόνα η μάνα μου, όταν ήμουν μωρό, να περιμένουν οι ασφαλίτες στο σπίτι, να κάθονται μέσα στο σαλόνι, κι εγώ νόμιζα ότι είναι κάποιοι συγγενείς και πήγαινα στα πόδια τους. Ή έκαναν αιφνιδιαστικούς ελέγχους και έψαχναν κάτω από τα κρεβάτια.
Δ.Δ.: Η ζωή σου είναι ταινία.
Γ.ΜΠ.: Του πατέρα μου ίσως, η δική μου όχι τόσο.
Δ.Δ.: Και μετά; Γυρίζει ο πατέρας, συνεχίζει να εργάζεται;
Γ.ΜΠ.: Ηταν από τα ιδρυτικά στελέχη της ΕΔΑ. Θυμάμαι ότι ο κύκλος της οικογένειάς μου ήταν ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Μανώλης Γλέζος, ο Ηλίας Ηλιού. Ο πατέρας μου με έπαιρνε μαζί στη Διοικούσα Επιτροπή της ΕΔΑ που ήταν -αν δεν κάνω λάθος- κάθε Τετάρτη στην Ακαδημίας όπου ήταν τα γραφεία. Ημουν η μασκότ τότε.
Δ.Δ.: Και τους έκανες παρέα. Και γαλουχήθηκες με αυτές τις ιδέες και τις αξίες. Για την ηθική, για έναν καλύτερο κόσμο…
Γ.ΜΠ.: Ακριβώς. Επίσης να σου πω ότι και το σόι της μητέρας μου κατά βάση ήταν κομμουνιστές.
Δ.Δ.: Πώς λέγονταν;
Γ.ΜΠ.: Θανόπουλοι, ήταν από τη Μεσσηνία, από το Διαβολίτσι της Καλαμάτας. Δύο αδέλφια της μάνας μου ήταν κομμουνιστές επικηρυγμένοι για θάνατο. Υπάρχουν φοβερές ιστορίες από τότε, μετεμφυλιακά στην Ελλάδα, όχι μόνο στη δική μου οικογένεια, σε πολλές.

Σκηνή 3η
«Ψήφιζα ό,τι ήθελε ο πατέρας μου στις εκλογές για να μην τον στεναχωρήσω»
Δ.Δ.: Μετά δεν απογοητεύτηκες πολύ με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Γ.ΜΠ.: Πάρα πολύ, όχι με την κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ. Καταρχάς απογοητεύτηκε ο πατέρας μου κάποια στιγμή. Τότε υπήρχαν πολλές συζητήσεις, υπήρχαν διαφωνίες με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μετά, στη Μεταπολίτευση, πάρα πολλοί αριστεροί είχανε πάει στο ΠΑΣΟΚ… Ο πατέρας μου είχε μεγάλη απογοήτευση, όπως και όλοι οι αριστεροί, και μου τη μετέφερε κι εμένα σιγά-σιγά. Ψήφιζα ό,τι ήθελε ο πατέρας μου στις εκλογές για να μην τον στεναχωρήσω. Η αδελφή παραδοσιακά ψήφιζε ΚΚΕ Εσωτερικού κάθε φορά, και ΣΥΡΙΖΑ μετά. Εγώ έκανα τη χάρη στον πατέρα μου και του έλεγα «τι θες να ψηφίσω;», και μου έλεγε και σε ποιους να βάλω σταυρό. «Βάλε σ’ αυτόν, είναι σύντροφος».
Δ.Δ.: Αλλά η μεγαλύτερη απογοήτευση ήταν με τον ΣΥΡΙΖΑ, ή κάνω λάθος;
Γ.ΜΠ.: Οχι, δεν θα έλεγα ότι ήταν η μεγαλύτερη. Αρκετά χρόνια νωρίτερα είχα απογοητευτεί από την πολιτική.
Δ.Δ.: Τι σπούδασες;
Γ.ΜΠ.: Πολιτικές επιστήμες στη Νομική, μπήκα στο Πολιτικό της Νομικής. Το βασικό που έκανα ήταν ότι είχα μπει στο Βαρβάκειο όταν ήμουν μικρός. Ενα φοβερό σχολείο, στο οποίο έμπαινες με εξετάσεις. Ηταν καημός του πατέρα μου να πάω στο Βαρβάκειο. Για όσους ξέρουν την τότε μορφή του, ήταν το καλύτερο σχολείο στην Ελλάδα, από το οποίο βγαίνανε μεγάλες φυσιογνωμίες της ελληνικής κοινωνίας – και της επιστήμης και της τέχνης. Ηταν πολύ φιλελεύθερο σχολείο. Το μόνο σχολείο όπου μπορούσες να βγεις και να φύγεις – ήταν στα Εξάρχεια τότε. Η πόρτα άνοιγε, το διάλειμμα ήταν έξω, τα παιδιά δεν ήταν μαντρωμένα. Ηταν ένα σχολείο που, εν πάση περιπτώσει, σε καθοδηγούσε να βρεις έναν καλό δρόμο.
Δ.Δ.: Και το μπάσκετ πώς προέκυψε;
Γ.ΜΠ.: Απλώς επειδή ήμουν ψηλός και μέναμε στο Μαρούσι, με βρήκαν στη γειτονιά.
Δ.Δ.: Με τον Ολυμπιακό ήταν ο μπαμπάς;
Γ.ΜΠ.: Υποστήριζε τον Ολυμπιακό, αλλά ποτέ φανατικά. Εμένα Ολυμπιακό με έκανε ο μικρός αδεΛφός του, ο οποίος με πήγε πρώτη φορά στο «Καραϊσκάκη».
Δ.Δ.: Τι θέση έπαιζες;
Γ.ΜΠ.: Θέση τέσσερα, λέγεται πάουερ φόργουορντ. Και για μένα προτεραιότητα ήταν το μπάσκετ τότε και όχι οι σπουδές. Οταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, η αγάπη μου για το μπάσκετ ήταν πολύ πιο μπροστά από τις Πολιτικές Επιστήμες. Και πήρα έναν δρόμο που μέχρι τα 27-28 έπαιζα μπάσκετ. Είχα πολλούς τραυματισμούς. Και λόγω προβλημάτων στα γόνατα αναγκάστηκα να σταματήσω και έγινα νωρίς προπονητής. Ξεκίνησα σε μικρές ομάδες, σε ερασιτεχνικές στην Αθήνα. Πεύκη, Βριλήσσια, Κηφισιά.
Δ.Δ.: Ζούσες με τα χρήματα που έπαιρνες ή ήταν οι μισθοί ασήμαντοι;
Γ.ΜΠ.: Ζούσα, χωρίς πολυτέλειες.
Δ.Δ.: Και τότε παντρεύτηκες;
Γ.ΜΠ.: Ναι, την Αθηνά Τριαντάφυλλου.
Δ.Δ.: Αθλήτρια κι αυτή;
Γ.ΜΠ.: Οχι καμία σχέση, είναι αρχιτέκτονας.
Σκηνή 4η
Με την Αθηνά έρωτας κεραυνοβόλος
Δ.Δ.: Πάντα τριγύριζες γύρω από το καλλιτεχνικό και το πολιτικό. Και οι αρχιτέκτονες είναι καλλιτέχνες.
Γ.ΜΠ.: Είναι οι καταβολές μου. Ο πατέρας μου ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη των Φίλων Ελληνικής Μουσικής τότε.
Δ.Δ.: Να το λοιπόν. Τι έπαιζε;
Γ.ΜΠ.: Δεν έπαιζε τίποτα. Αυτοί ήταν κάποιοι αριστεροί, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, οι οποίοι…
Δ.Δ.: Εκανε παρέα και με τον Μίκη;
Γ.ΜΠ.: Βεβαίως, μικρός είχα πάει στο Βραχάτι πολλές φορές, έχω και φωτογραφίες από τότε. Θυμάμαι όλες αυτές τις μεγάλες συναυλίες που γίνονταν στη Μεταπολίτευση, πηγαίναμε όλη η οικογένεια.
Δ.Δ.: Η μαμά είχε σχέση με τα καλλιτεχνικά; Πήγαινε θέατρο, σινεμά;
Γ.ΜΠ.: Πήγαινε, αλλά η προτεραιότητά της ήταν να μεγαλώσει τα δύο παιδιά της.
Δ.Δ.: Αλλά είχε ευαισθησίες. Ολη η οικογένεια Μπαρτζώκα.
Γ.ΜΠ.: Ηταν μια οικογένεια που διάβαζε στον έναν καναπέ ένα βιβλίο, στον άλλον ένα άλλο βιβλίο.
Δ.Δ.: Εχεις διαβάσει πολύ στη ζωή σου, ε;
Γ.ΜΠ.: Αυτοί διάβαζαν, ο πατέρας μου και η μάνα μου, και σιγά-σιγά κι εγώ. Προσπάθησα, πολύ λιγότερο όμως από αυτούς. Γιατί το μπάσκετ με συνεπήρε.
Δ.Δ.: Και με την Αθηνά ήταν έρωτας κεραυνοβόλος;
Γ.ΜΠ.: Ναι. ήταν μικρή, σπούδαζε στο Πολυτεχνείο ακόμα, 19 ετών. Εχουμε 12 χρόνια διαφορά, εγώ ήμουν 31. Μετά από τέσσερα χρόνια παντρευτήκαμε, 35 εγώ και εκείνη 23.
Δ.Δ.: Πόσα παιδιά έχετε;
Γ.ΜΠ.: Μια κόρη, που είναι τώρα 15 ετών.
Δ.Δ.: Α, μικρούλα.
Γ.ΜΠ.: Ναι, επειδή η προπονητική μου καριέρα με πήγε στη Λάρισα για τρία χρόνια και η Αθηνά αρχικά σπούδαζε και μετά προσπαθούσε να ξεκινήσει την επαγγελματική της σταδιοδρομία, το βάλαμε σε δεύτερη μοίρα και κάναμε πιο μετά παιδί.
Δ.Δ.: Και είχες πάντα δημοκρατικές αντιλήψεις για τις σχέσεις του ζευγαριού ή όχι;
Γ.ΜΠ.: Προφανώς, εννοείται, μακριά από εμένα το οτιδήποτε άλλο.
Δ.Δ.: Πηγαίνεις σινεμά, θέατρο;
Γ.ΜΠ.: Θέατρο πάω, η γυναίκα μου είναι πολύ θεατρόφιλη, πηγαίνει πολύ, και πηγαίνουμε και μαζί τουλάχιστον 6-7 φορές τον χρόνο. Είναι και οι μοναδικές κοινωνικές εκδηλώσεις που παρακολουθώ. Με το πρόγραμμα που έχουμε δέκα μήνες είναι πολύ δύσκολο, χωρίς day off, χωρίς ρεπό. Οι μόνες φορές που βγαίνω είναι για να πάμε θέατρο. Η Αθηνά πηγαίνει πολύ σινεμά – μάλιστα έχει κάνει και την κόρη μας κινηματογραφόφιλη. Πηγαίνουν συνέχεια μαζί. Εγώ δεν προλαβαίνω να πηγαίνω πια, δεν έχω χρόνο. Αλλά θέατρο, ναι.

Σκηνή 5η
«Στο μπάσκετ ο Ολυμπιακός δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από καμία ευρωπαϊκή ομάδα»
Δ.Δ.: Σε έχουν ευλογήσει πάρα πολύ σπουδαίοι άνθρωποι, πολύ σπουδαίες στιγμές.
Γ.ΜΠ.: Αυτό δεν το συνειδητοποίησα, ξέρεις, όταν συνέβαινε. Αλλά μέσα στη διάρκεια της ζωής καταλαβαίνεις ποιες καταβολές και τι προσλαμβάνουσες έχεις, από ποιους ανθρώπους.
Δ.Δ.: Μετά από τις μικρές ομάδες, πότε μπήκες σε μια μεγάλη;
Γ.ΜΠ.: Εγινα βοηθός προπονητή του Παναγιώτη Γιαννάκη στο Μαρούσι για τρία χρόνια και στη συνέχεια έγινα πρώτη φορά προπονητής στην Ολύμπια Λάρισας, όπου έμεινα τρία χρόνια. Ηταν η πρώτη μου ομάδα ως head coach στην Α1. Μετά ακολούθησε μια διαδρομή η οποία περιλάμβανε ξανά το Μαρούσι, δύο χρόνια στον Πανιώνιο και μετά στον Ολυμπιακό για την πρώτη μου θητεία το 2012. Εμεινα δυόμισι χρόνια και μετά πήρα τον δρόμο για το εξωτερικό. Ημουν στη Λοκομοτίβ Κουμπάν, στη Ρωσία. Μετά πήγα στην Μπαρτσελόνα για έναν χρόνο, μετά ξανά στη Ρωσία, στη Χίμκι.
Δ.Δ.: Ποια είναι η διαφορά μεταξύ Μπαρτσελόνα και Ολυμπιακού;
Γ.ΜΠ.: Κάθε κλαμπ είναι μοναδικό. Η Μπαρτσελόνα είναι κι αυτή ένα πολύ πολιτικό κλαμπ, στην ουσία είναι η σημαία της Καταλονίας. Πολλοί διοικούντες στην Μπαρτσελόνα είναι πρώην υπουργοί. Στην ουσία είναι ένα πολιτικό κλαμπ με 100.000 μέλη τα οποία ψηφίζουν τη διοίκηση. Είναι κάτι παραπάνω από ένα κλαμπ, αυτό το «més que un club» που λένε οι Καταλανοί. Είναι ένα δύσκολο κλαμπ, όμως, γιατί όπου εμπλέκεται η πολιτική εμπλέκονται πάρα πολλά άλλα πράγματα. Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Οταν η διοίκηση βγαίνει κάθε τέσσερα χρόνια από εκλογές όπου κατεβαίνουν δύο παρατάξεις για να πάρουν την προεδρία, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει και αντιπολίτευση μέσα στην ίδια την ομάδα. Μπορεί οι μισοί, ας πούμε, να χαίρονται όταν κερδίζει η Μπαρτσελόνα, αλλά υπάρχουν και πολλοί που δεν χαίρονται γιατί θέλουν αυτοί να αναλάβουν την εξουσία. Αυτό που σου λέω είναι μια απλοϊκή θεώρηση των πραγμάτων, αλλά επί της ουσίας είναι έτσι.
Δ.Δ.: Η διαφορά με τον Ολυμπιακό είναι τεράστια, έτσι;
Γ.ΜΠ.: Οχι, ο Ολυμπιακός είναι τεράστιο κλαμπ στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Στο μπάσκετ η Μπαρτσελόνα στην ουσία είναι FC Barcelona, δηλαδή φούτμπολ κλαμπ Μπαρτσελόνα, έτσι αναφέρεται, αυτό γράφει και στο σήμα. Είναι ένας σύλλογος, ένας πρόεδρος.
Δ.Δ.: Ενώ ο Ολυμπιακός είναι αυτόνομος στο μπάσκετ.
Γ.ΜΠ.: Ενας σύλλογος, άλλη διοίκηση στο ποδόσφαιρο, άλλη στο μπάσκετ. Η Μπαρτσελόνα στην ουσία είναι πάντα ένα ποδοσφαιρικό κλαμπ. Στο μπάσκετ ο Ολυμπιακός δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από καμία ευρωπαϊκή ομάδα. Τα τελευταία χρόνια έχει τρεις ευρωπαϊκούς τίτλους, είναι σε τέσσερα συνεχόμενα Final 4, είναι μια ομάδα που έχει μεγάλο κύρος και σεβασμό μπασκετικά στην Ευρώπη.

Σκηνή 6η
«Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ ξεκίνησε μέσω των αθλητικών συλλόγων»
Δ.Δ.: Μια και κουβεντιάζουμε αυτό, μου έκανε τρομερή εντύπωση που πήγαν δύο ελληνικές ομάδες στο Final 4 και δεν πήγε καμία στον τελικό. Μήπως εσείς είχατε μία αλαζονεία σαν Ολυμπιακός ότι θα τους κερδίσετε;
Γ.ΜΠ.: Σε καμία περίπτωση. Εμείς είχαμε ένα εικοσαήμερο προετοιμασίας πριν το Final 4, στο οποίο μετρούσαμε επτά τραυματίες. Ενώ πήγαμε στην ουσία πλήρεις, ήμασταν τελείως εκτός φόρμας και εκτός καλής κατάστασης γιατί επτά παίκτες μας έκαναν ενέσεις, δεν κάναμε προπονήσεις. Πήγαμε τελείως αποδεκατισμένοι. Μόνο υπερόπτες δεν είμαστε. Μέσα μας ξέραμε ότι είναι μια χρονιά που οι προσδοκίες ήταν τεράστιες -γιατί ήμασταν πρώτοι όλη τη χρονιά στην κανονική περίοδο, όλοι μας θεωρούσαν το μεγάλο φαβορί-, αλλά εμείς ξέραμε ότι θα έπρεπε να γίνει υπέρβαση για να κερδίσουμε γιατί δεν ήμασταν σε καλή κατάσταση εκείνη την εποχή λόγω των τραυματισμών. Το Final 4 δεν σου επιτρέπει ποτέ να είσαι υπερόπτης γιατί όλα κρίνονται σε μια βραδιά, όπου και οι αντίπαλοι είναι πολύ ικανοί πάντα – είναι οι τέσσερις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης. Και συχνά η πίεση που έχεις σαν φαβορί σε καταβάλει περισσότερο από το να πας ως αουτσάιντερ. Αυτό ήταν που λειτούργησε στην ουσία – πέρα από την ικανότητα των αντιπάλων μας, της Μονακό. Θεωρούσαμε ότι ήταν μια χρονιά όπου μπορούσαμε να πάρουμε την Ευρωλίγκα. Αλλά ξέρεις, όσα χρήματα να δώσεις, όσο καλή δουλειά και να κάνεις, κανείς δεν σου εγγυάται ότι τελικά θα την πάρεις.
Δ.Δ.: Μα δεν μπορείς να κερδίζεις πάντα, έτσι δεν είναι; Εδώ η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που είναι η ομάδα μου, είναι κατεστραμμένη τελείως.
Γ.ΜΠ.: Είσαι Γιουνάιτεντ; Είμαι κι εγώ, φανατικός! Ο θείος μου που με έκανε Ολυμπιακό με έκανε και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, την παρακολουθώ από παιδάκι.
Δ.Δ.: Κι εγώ το ίδιο. Αλλά μετά τον Φέργκιουσον τελείωσε η ομάδα.
Γ.ΜΠ.: Η αλήθεια είναι ότι κάνουν έναν κύκλο όλα αυτά.
Δ.Δ.: Βλέπεις λοιπόν; Δεν μπορεί να κερδίζεις συνέχεια.
Γ.ΜΠ.: Μόνο που δεν είναι εύκολο να πειστούν οι φανατικοί οπαδοί.
Δ.Δ.: Τι θα γίνει με τους φανατικούς. Πώς τους αντιμετωπίζεις; Οι φανατικοί δεν είναι καταστροφή για μια ομάδα; Και στην πολιτική και σε όλα, ο φανατισμός γενικά;
Γ.ΜΠ.: Κοίταξε, εξαρτάται κατά τη γνώμη μου από την ηλικία, από το κοινωνικό υπόστρωμα, από το βιοτικό επίπεδο. Επί της ουσίας οι φανατικοί, αυτοί που ανήκουν στις θύρες των φανατικών οπαδών των μεγάλων ομάδων, είναι νεολαία κατά βάση. Η νεολαία είναι πολύ εύκολο να καθοδηγηθεί, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ ξεκίνησε μέσω των αθλητικών συλλόγων. Οι νέοι καθοδηγούνται εάν, ας πούμε, το βιοτικό τους επίπεδο είναι χαμηλό. Και τι θέλουν να κάνουν οι ηττημένοι της ζωής που συχνά δεν έχουν δουλειά, οικογένεια, χρήματα ή είναι στο περιθώριο; Θέλουν να είναι νικητές, τουλάχιστον μέσω της ομάδας τους. Και αυτό τους κάνει να στεναχωριούνται και να αντιδρούν συχνά βίαια όταν χάνουν, και να χαίρονται τόσο πολύ όταν η ομάδα κερδίζει. Στο Λίβερπουλ είναι ναυτεργάτες, στο Νιούκαστλ ανθρακωρύχοι. Σκέψου αυτοί οι άνθρωποι πόσο δύσκολα ζουν τη βδομάδα. Αυτό που τους κάνει υπερήφανους είναι να κερδίσει η ομάδα τους το Σάββατο. Αυτό λοιπόν δημιουργεί ακραία συναισθήματα και ακραία συμπεριφορά συχνά, με το οποίο εννοείται ότι είμαι αντίθετος.
Σκηνή 7η
«Κάθε παίκτης είναι πια μια εταιρεία»
Δ.Δ.: Εχεις προβλήματα με τους φανατικούς;
Γ.ΜΠ.: Στην πρώτη μου θητεία στον Ολυμπιακό, παρότι πήραμε την Ευρωλίγκα, έφυγα μετά από μια ήττα με τον Παναθηναϊκό. Στην ουσία έφυγα γιατί όταν γυρίσαμε στο ΣΕΦ υπήρχαν 500 άτομα τα οποία είχαν άγριες διαθέσεις εναντίον μας. Δεν συνέβη τίποτα ακραίο. Εναντίον μου και εναντίον της ομάδας όλης. Ως προπονητής της ομάδας, παραιτήθηκα γι’ αυτόν τον λόγο. Γιατί θεώρησα ότι δεν μπορεί να διαχωριστεί ο Ολυμπιακός και οι ίδιοι οι φίλοι του Ολυμπιακού να είναι εναντίον της ομάδας. Στη δεύτερη θητεία μου στον Ολυμπιακό αντιμετωπίζομαι με τελείως διαφορετικό τρόπο. Γιατί έκανα μια διαδρομή στο εξωτερικό, γιατί στα πεντέμισι χρόνια που είμαι τώρα έχουμε πάρει εννέα τίτλους, έχουμε πάει σε 4 Final 4, έχουμε σπάσει πάρα πολλά ρεκόρ στην ιστορία της ομάδας. Και επειδή είμαι και από παιδί οπαδός του Ολυμπιακού, κατά κάποιο τρόπο αντιμετωπίζομαι σαν ένας δικός τους άνθρωπος. Αλλά βέβαια αυτό πάντα είναι πολύ εύθραυστο. Γιατί εδώ χωρίζουν οικογένειες, τσακώνονται αδέρφια. Είναι πολύ εύθραυστο γιατί έχει σχέση με το κατά πόσο συνεχίζει να κερδίζει η ομάδα.
Δ.Δ.: Πώς γίνεται όμως ένα παιχνίδι να μην είναι απόλαυση για τον θεατή και να γίνεται ζούγκλα, αρένα; Παιχνίδι σημαίνει απολαμβάνω, χαίρομαι, περνάω ωραία.
Γ.ΜΠ.: Για ποιον θεατή μιλάς; Αυτή τη στιγμή, ένα συντριπτικό ποσοστό των φιλάθλων του Ολυμπιακού, άμα τους ρωτήσεις τι προτιμούν, να κερδίσει η ομάδα τους το παιχνίδι και να μην το δουν ή να το δουν ως θέαμα και να χάσει η ομάδα, δεν θα σου πουν το δεύτερο. Εγώ έχω πολλούς φίλους που από το στρες δεν βλέπουν τα μεγάλα παιχνίδια, βγαίνουν έξω και κάνουν βόλτες στον δρόμο μέχρι να τελειώσουν. Οπότε μην το βλέπεις ως ένα απλό θέαμα. Δεν είναι κινηματογράφος, δεν είναι θέατρο, δεν είναι μια μουσική παράσταση. Δεν είναι παιχνίδι, είναι πολύ μακριά από παιχνίδι πια.
Δ.Δ.: Εκεί υπεισέρχονται και παράγοντες οικονομικοί, σωστά;
Γ.ΜΠ.: Φυσικά, είναι τεράστια τα συμφέροντα πια. Πολύς κόσμος ζει από το αθλητικό μπίζνες. Μιλάμε για εταιρείες πια.
Δ.Δ.: Ποιες εταιρείες, τους σπόνσορες εννοείς;
Γ.ΜΠ.: Υπάρχουν σπόνσορες, αλλά και κάθε παίκτης είναι πια μια εταιρεία. Oταν ένας παίκτης βγάζει τόσα χρήματα και υπάρχει ένα περιβάλλον γύρω τους που ζει από αυτούς, στην ουσία ο κάθε παίκτης είναι μια μικρή εταιρία. Ενα περιβάλλον τελείως αντίθετο με τη δουλειά του προπονητή. Ο προπονητής πρεσβεύει την ομαδικότητα, θέλει οι παίκτες να παίζουν όλοι μαζί, να μην υπάρχουν εγωισμοί, ο ένας να παίζει για τον άλλον. Το περιβάλλον του κάθε παίκτη είναι τελείως αντίθετο σε αυτό. Ο ατζέντης του θα πει μόνο αυτά που θέλει να ακούσει ο παίκτης για να μην τον απολύσει και πάει σε άλλον ατζέντη. Θέλει να του εξασφαλίζει μεγαλύτερα συμβόλαια, και για να πάρεις μεγαλύτερα συμβόλαια πρέπει να έχεις καλύτερα νούμερα, να σκοράρεις περισσότερους πόντους. Αυτό λοιπόν προσωποποιεί το μπάσκετ, ενώ το μπάσκετ είναι το κατεξοχήν συνεργατικό άθλημα. Σήμερα γίνεται όλο και πιο ατομικό, στην Αμερική είναι πια σχεδόν τελείως ατομικό. Ο καλός παίκτης της ομάδας μπορεί να αποφασίζει ποιος θα είναι ο προπονητής, ποιον συμπαίκτη θέλει, πώς θα είναι η τακτική.
Δ.Δ.: Δηλαδή ένας καλός παίκτης καθορίζει το μέλλον της ομάδας.
Γ.ΜΠ.: Σε πολύ σημαντικό βαθμό. Εχει σχέση με την κουλτούρα. Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Στην Αγγλία παλαιότερα, όταν ήταν Αγγλοι οι ιδιοκτήτες των ομάδων, οι προπονητές έμεναν πολύ – ο Φέργκιουσον 28 χρόνια, ο Βενγκέρ πάνω από 20 στην Αρσεναλ. Ο προπονητής έχαιρε σεβασμού και εκτίμησης, ιδίως αν έκανε καλά τη δουλειά του. Οταν ιδιοκτήτες στην Αγγλία έγιναν Αραβες, Αμερικανοί, Κινέζοι, δεν ξέρω τι άλλο, έφεραν άλλη κουλτούρα. Αν εσύ, προπονητή, δεν φέρεις άμεσο αποτέλεσμα μέσα σε έξι μήνες, έναν χρόνο, φεύγεις, απολύεσαι. Γι’ αυτό βλέπεις ότι στην Αγγλία πια δεν είναι τόσο σημαντικός ο προπονητής. Αλλάζουν πάρα πολύ εύκολα και συχνά. Και το μπάσκετ είναι ακόμα πιο συνεργατικό άθλημα από το ποδόσφαιρο.
Δ.Δ.: Γιατί;
Γ.ΜΠ.: Γιατί όλοι αμύνονται και όλοι επιτίθενται. Γιατί αν κάποιος κινηθεί σε κάποιο σημείο του χώρου, κάποιος άλλος πρέπει να πάει σε αυτόν το χώρο, υποχρεωτικά. Υπάρχει μια αλληλεπίδραση και στην άμυνα και στην επίθεση. Αν κάποιος από τους πέντε είναι παραπάνω εγωιστής από αυτό που πρέπει, μπορεί να διαταράξει τη χημεία της ομάδας. Οι σχέσεις οι ανθρώπινες στο μπάσκετ δεν φτιάχνονται στα ξενοδοχεία και στα δείπνα – φτιάχνονται μέσα στο γήπεδο. Ετσι, λοιπόν, εσύ καλείσαι ως προπονητής να παραγάγεις ένα αποτέλεσμα με βάση τη συνεργατικότητα, την αλληλεγγύη, την αλληλεπίδραση, την ώρα που όλο το σύστημα πηγαίνει στην αντίθετη κατεύθυνση, στο «μην του δώσεις την μπάλα αυτουνού». Το βλέπεις και στα νέα παιδιά τώρα. Πηγαίνουν οι γονείς στο γήπεδο να τα δουν -οι γονείς πια είναι οι χειρότεροι φίλαθλοι- και τους λένε «γιατί έδωσες την πάσα στο άλλο παιδάκι, πρέπει να σουτάρεις εσύ, γιατί να βάλει το καλάθι αυτός;». Δηλαδή αυτό που τους δίνει ο αθλητισμός, τη χαρά να αλληλεπιδράσουν, να είναι μαζί, να κάνουν φιλίες, να κάνουν ανθρώπινες σχέσεις, έρχεται ο μπαμπάς και το ακυρώνει. «Γιατί του έδωσες την μπάλα; Εσύ πρέπει να σουτάρεις». Αυτό γίνεται σιγά-σιγά ένα τέρας που στις επαγγελματικές ομάδες καλείται να διαχειριστεί μόνο ο προπονητής.

Σκηνή 8η
«Μάχη καθημερινή, το πώς το εμείς θα κερδίσει το εγώ»
Δ.Δ.: Υπάρχει αυτή η μεγάλη αντίφαση, το ατομικό κερδίζει το συλλογικό. Και πώς το διαχειρίζεσαι αυτό;
Γ.ΜΠ.: Με πάρα πολλή συζήτηση. Αλλά προσπαθώ επίσης να κάνω recruiting, να πάρω παίκτες στην ομάδα -ή να τους κρατήσω όσο μπορώ περισσότερο- που είναι αλτρουιστές, που σκέφτονται περισσότερο την ομάδα παρά τον εαυτό τους. Κι αυτοί μεταφέρουν ένα κλίμα γενικά και στους άλλους. Ολοι σκέφτονται τον εαυτό τους, κι εγώ ακόμα. Είναι η καριέρα μου και η δουλειά μου. Αλλά ταυτόχρονα πρέπει να πρεσβεύω αυτό το πράγμα ακριβώς, το πόσο πρέπει να είμαστε ενωμένοι. Υπάρχουν ακόμα τέτοιοι παίκτες, οι οποίοι είναι ενωτικοί στη συμπεριφορά τους, προλαβαίνουν τις κρίσεις, προσπαθούν να συζητήσουν με αυτούς που είναι υπερ-εγωιστές -γιατί υπάρχουν πάρα πολλά υπερεγώ μέσα σε μια ομάδα- και σε τελική ανάλυση αυτό είναι μια μάχη καθημερινή, το πώς το εμείς θα κερδίσει το εγώ.
Δ.Δ.: Είναι όλοι βεντέτες;
Γ.ΜΠ.: Οχι όλοι, αλλά κατά κάποιον τρόπο ναι.
Δ.Δ.: Αστέρες, σταρ. Ο Μιλουτίνοφ, ας πούμε, πήρε τόσα λεφτά τώρα. Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Πώς γίνεται αυτά τα παιδιά να παίρνουν τόσα χρήματα όταν ο κόσμος δυσκολεύεται πολύ να τα φέρει βόλτα;
Γ.ΜΠ.: Ζούμε σε μια φούσκα. Αυτή η αντίφαση είναι κάτι που συμβαίνει στην κοινωνία και έχει σχέση με το θέαμα. Το μπάσκετ είναι θέαμα. Οπως οι σταρ του Χόλιγουντ μπορούν να πάρουν 20 εκατομμύρια για μια ταινία ή οι Coldplay να γεμίσουν δύο φορές το ΟΑΚΑ και όλα τα γήπεδα στην περιοδεία τους και να βγάλουν δισεκατομμύρια. Ο κόσμος θέλει να πάει και να χαρεί θέαμα. Αναγκαστικά, λοιπόν, αυτό το οποίο άλλος το πληρώνει αποφέρει και πολλά χρήματα σε αυτόν που το δημιουργεί.
Δ.Δ.: Κι έτσι γίνεται ένα τέρας.
Γ.ΜΠ.: Μα δεν είναι και η κοινωνία μας έτσι; Δεν υπάρχουν πολλοί που υπερπλουτίζουν εις βάρος κάποιων που δεν έχουν να φάνε;.
Δ.Δ.: Μια μικρογραφία αυτού είναι και ο αθλητισμός, και η μουσική, και το σινεμά, το θέαμα γενικά. Πώς διαχειρίζεσαι τους παίκτες;
Γ.ΜΠ.: Τα παιδιά αυτά έχουν πάρα πολλές ανασφάλειες και πάρα πολύ στρες. Φοβερή πίεση. Γιατί ο τραπεζικός λογαριασμός είναι ένα πράγμα, αλλά πώς θα τον διατηρήσεις; Πώς θα διατηρήσεις το όνομά σου, πώς θα παίξεις μεγάλα παιχνίδια και θα φέρεις τίτλους που σου αποφέρουν τελικά περισσότερα χρήματα; Αυτό δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια, μεγάλη φθορά στον άνθρωπο. Και δεν ζουν και φυσιολογικές ζωές όλοι αυτοί. Οταν σε 10 μήνες έχουν παίξει 80 παιχνίδια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, με τόσα ταξίδια, όπου κοιμάσαι 5 το πρωί μετά το παιχνίδι από την υπερένταση ή όταν ταξιδεύεις αμέσως μετά το παιχνίδι. Δεν ζουν μια φυσιολογική ζωή, δεν έχουν day off. Δεν έχουν Σαββατοκύριακο, όπως έχει ένας φυσιολογικός άνθρωπος να κάτσει με την οικογένειά του, να αλλάξει παραστάσεις. Τότε εμείς δουλεύουμε. Μπορεί να έχουμε 4-5 μέρες ρεπό όλες κι όλες μέσα σε 10 μήνες. Και μένει μόνο το καλοκαίρι, ας πούμε ένας μήνας, που προσπαθείς να υποκριθείς ότι ζεις μια κανονική ζωή. Αυτό είναι λοιπόν το τίμημα της όλης ιστορίας.
Δ.Δ.: Το καθημερινό σου πρόγραμμα πώς είναι; Ξυπνάς στις 6-7 το πρωί;
Γ.ΜΠ.: Καμία σχέση, ξυπνάω 8 με 8.30.
Δ.Δ.: Κάνεις γυμναστική;
Γ.ΜΠ.: Οχι, έρχομαι στο γήπεδο γιατί η προπόνησή μας είναι πρωί – μεσημέρι. Το απόγευμά μας είναι ελεύθερο.
Δ.Δ.: Ερχεσαι στο γραφείο και ξεκινάς τι;
Γ.ΜΠ.: Τα μίτινγκ με τους συνεργάτες μου προπονητές, την προετοιμασία για το παιχνίδι.
Δ.Δ.: Πόσους έχεις;
Γ.ΜΠ.: Τέσσερις. Και αυτοί είναι μόνο οι προπονητές του μπάσκετ. Εχουμε γυμναστές, φυσιοθεραπευτές, γιατρούς και με όλους έχουμε μίτινγκ κάθε μέρα.
Δ.Δ.: Πόσοι είναι όλοι αυτοί;
Γ.ΜΠ.: Γύρω στα δεκαπέντε άτομα, υποστηρικτικό στους παίκτες.
Δ.Δ.: Και τι κάνουν οι βοηθοί προπονητή;
Γ.ΜΠ.: Ο καθένας έχει μια εξειδίκευση. Αλλος εξειδικεύεται στην άμυνα, άλλος στην ατομική βελτίωση των παικτών, άλλος στα επιθετικά συστήματα. Είναι οι γιατροί της ομάδας, όλοι είναι πολύ σημαντικοί κρίκοι για να πάει καλά η ομάδα. Λάβε υπόψιν σου ότι αν κάποιος παίκτης τραυματιστεί και κάνει λάθος διάγνωση ή λάθος θεραπεία, αν ένας παίκτης που κοστίζει 3 εκατομμύρια τον χρόνο μείνει έξω έξι μήνες, το 1,5 εκατομμύριο έχει πεταχτεί. Οπότε καταλαβαίνεις πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του. Πρέπει να είμαστε πολύ δεμένοι μεταξύ μας.

Σκηνή 9η
«Μου έχει συμβεί είχα βγει με δύο φίλους και ήρθε κάποιος και με βρίσει»
Δ.Δ.: Δηλαδή έχεις δύο στρατόπεδα, από τη μία μεριά το προσωπικό και από την άλλη οι παίκτες.
Γ.ΜΠ.: Οχι μόνο. Υπάρχουν πέντε πλευρές να διαχειριστείς. Η μία και πιο σημαντική είναι οι ιδιοκτήτες της ομάδας, οι πρόεδροι που βάζουν πάρα πολλά λεφτά στην ομάδα, δένονται συναισθηματικά, αλλά δεν πληρώνονται – πληρώνουν κιόλας. Είναι μια σχέση ανθρώπινη, η οποία περνάει πολλά πάνω κάτω, όταν χάνεις, όταν στεναχωριούνται. Και πρέπει να υπάρχει μεγάλη ειλικρίνεια. Η άλλη πλευρά που έχεις να διαχειριστείς είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι υποχρεωτικό να κάνουμε δηλώσεις πριν από τον αγώνα, στη διάρκεια του αγώνα, μετά τον αγώνα. Και η άλλη πλευρά είναι οι φίλαθλοι. Το πώς θα φερθείς στους φιλάθλους, πόσο σεβασμό θα τους δείξεις. Και δεν μιλάω για την ώρα που μπαίνεις στο γήπεδο, να σε χειροκροτούν και να τους χειροκροτάς κι εσύ. Μιλάω για κάθε μέρα, που μπορεί να σε συναντήσουν οπουδήποτε. Πρέπει να μην είσαι υπερόπτης, αν είναι ευγενείς και σου ζητάνε μια φωτογραφία ή να ανταλλάξετε μια κουβέντα, πρέπει να κάνεις και αυτό. Δεν ξέρω αν σου φαίνεται λίγο αυτό που λέω, αλλά σε διαβεβαιώ ότι δεν μπορώ να κυκλοφορήσω έξω. Ιδίως με τη δημοφιλία που έχει το μπάσκετ αυτή τη στιγμή. Διάβασα ότι 2,5 εκατομμύρια τηλεθεατές έβλεπαν τους τελικούς με τον Παναθηναϊκό. Τα νούμερα που κατέγραψε η κρατική τηλεόραση θύμιζαν άλλες εποχές.
Δ.Δ.: Δηλαδή κυκλοφορείς στον δρόμο και σε σταματάνε.
Γ.ΜΠ.: Οχι, απλώς με σταματάνε. Αν με σταματάγανε θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος γιατί οι περισσότεροι από αυτούς είναι ευγενικοί. Το χειρότερο είναι ότι μπορεί να με βρίσουν στον δρόμο. Οπαδοί αντίπαλης ομάδας.
Δ.Δ.: Εχει συμβεί αυτό;
Γ.ΜΠ.: Ναι, έχει συμβεί και σου χαλάει τη βραδιά. Αν βγεις με δύο φίλους σου και έρθει κάποιος και σε βρίσει στο πρόσωπό σου, ακόμα κι αν δεν δώσεις σημασία, μη μου πεις ότι δεν σε στεναχωρεί, δεν σου χαλάει τη βραδιά. Επίσης, πολλοί σε τραβούν βίντεο. Οταν βγάζω βόλτα το σκυλάκι για να περπατάω, βλέπω πάρα πολλούς που σταματάνε και με τραβάνε βίντεο – κι εγώ μπορεί να είμαι με ένα σορτσάκι ας πούμε, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Θέλω να πω ότι όλα αυτά απαιτούν μια διαχείριση. Θα μου πεις: είναι τόσο σημαντικό; Δεν είναι. Παραπονιέσαι; Δεν παραπονιέμαι. Ομως ήθελα να σου δείξω πόσους ανθρώπους έχεις να διαχειριστείς. Δεν είναι μόνο οι παίκτες».
Σκηνή 10η
«Και ξαφνικά άκουσα να λένε στα καταλανικά για τον γκράντε βιολονίστα Λεωνίδα Καβάκο»
Δ.Δ.: Σου έχουν συμβεί περιστατικά τέτοια να σε βρίζουν στο δρόμο;
Γ.ΜΠ.: Ναι.
Δ.Δ.: Από οπαδούς του Παναθηναϊκού φαντάζομαι.
Γ.ΜΠ.: Ναι.
Δ.Δ.: Υπάρχουν όμως και φίλαθλοι του Παναθηναϊκού που σε συγχαίρουν, έτσι δεν είναι;
Γ.ΜΠ.: Πάρα πολλοί.
Δ.Δ.: Μήπως τελικά το παρακάνουμε και εμείς; Δηλαδή το κακό πρυτανεύει ενώ είναι μειοψηφία και το καλό είναι η πλειοψηφία;
Γ.ΜΠ.: Είναι. Αυτή τη στιγμή όμως βήμα στην κοινωνία έχει το κακό.
Δ.Δ.: Αυτό πουλάει.
Γ.ΜΠ.: Στα social media αυτή τη στιγμή, όπου ο καθένας ανέξοδα, ανυπόγραφα μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να κάνει κριτική και, στη χειρότερη, να σε βρίζει, να σε καταριέται -γι’ αυτό κι εγώ δεν έχω social media- αυτό σιγά-σιγά διαμορφώνει μια κοινή γνώμη. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Οταν εμείς χάσαμε στο Final 4 φέτος και γυρίσαμε, υπήρχε μια μεγάλη κριτική στα social media για μένα, απ’ ό,τι μου μεταφέρανε, σε σημείο ισοπέδωσης: ότι δεν κάνω για τον Ολυμπιακό, πρέπει να φύγω. Μετά χάσαμε και από τον Παναθηναϊκό στο πρώτο παιχνίδι στο ΟΑΚΑ. Ε, λοιπόν, στο πρώτο παιχνίδι στο ΣΕΦ μετά από αυτές τις δύο ήττες, σοκαρίστηκα γιατί τη στιγμή που μπήκα νόμιζα ότι μπήκε γκολ στο Καραϊσκάκη! Ηταν τέτοια η έκρηξη συμπαράστασης, τελείως αντίθετη με αυτά που λέγονταν. Τελικά ποια είναι η εικονική πραγματικότητα και ποια είναι η ουσιαστική πραγματικότητα; Η αποθέωση που έζησα, αυτή η αγάπη και η εκτίμηση ή αυτά που λέγονταν στα social media – συχνά από λογαριασμούς οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί μόνο γι’ αυτό, τα λεγόμενα τρολ; Οτι δημιουργήθηκαν πάρα πολλοί λογαριασμοί, με μηδέν ακολούθους οι οποίοι μπαίνανε σε άρθρα και με έβριζαν στα σχόλια από κάτω. Οπότε τελικά ποια είναι η πραγματική κατάσταση; Η μία ή η άλλη;.
Δ.Δ.: Πρυτανεύει το εικονικό. Το παράλληλο σύμπαν και όχι το πραγματικό.
Γ.ΜΠ.: Να σου πω ένα περιστατικό από τη Βαρκελώνη, γιατί έζησα εκεί τέσσερα χρόνια με την οικογένειά μου, όχι μόνο τον έναν που προπονούσα την Μπαρτσελόνα. Μια μέρα οδηγούσα το αυτοκίνητο και, επειδή μου αρέσει η ροκ μουσική αλλά μου αρέσει και η κλασική.
Δ.Δ.: Ακούς κλασική μουσική;
Γ.ΜΠ.: Ο πατέρας μου άκουγε, αγαπούσε τον Μπετόβεν και τον Βέρντι πάρα πολύ και έμαθα από μικρός να ακούω κλασική μουσική – μαζί με ροκ που μ’ αρέσει. Ημουν λοιπόν στο αυτοκίνητο και υπήρχε ένας σταθμός που έπαιζε κλασική μουσική κι εγώ τον είχα στη μνήμη του ραδιοφώνου. Και ξαφνικά άκουσα να λένε στα καταλανικά για τον γκράντε βιολονίστα Λεωνίδα Καβάκο. Και σταμάτησα το αυτοκίνητο δεξιά, συγκινήθηκα. Τον αποθέωναν. Και λέω «κοίτα να δεις, γιατί ο Καβάκος δεν προβάλλεται στην ελληνική κοινωνία ανάλογα; Για ποιον λόγο προβάλλεται ο αγύρτης, ο λαοπλάνος και δεν προβάλλεται ο Καβάκος;».

Σκηνή 11η
«Γιώργο, εσένα σε ενοχλεί όταν πυροβολείται το αυτονόητο»
Δ.Δ.: Μετά τις δύο ήττες, σκέφτηκες να φύγεις ή όχι;
Γ.ΜΠ.: Ναι, βέβαια. Και την προηγούμενη φορά που έφυγα από τον Ολυμπιακό εγώ αποφάσισα να φύγω γιατί ένιωσα ότι θα σπάσω τη λογική σειρά σε μια αθλητική ομάδα. Ολοι πρέπει να είναι μια γροθιά, ενωμένοι. Αν αρχίσει η αμφισβήτηση.
Δ.Δ.: Είσαι έτοιμος πάντα να φύγεις;
Γ.ΜΠ.: Κοίταξε, έχω μείνει ήδη πεντέμισι χρόνια σε έναν πάγκο.
Δ.Δ.: Είσαι έτοιμος, οπουδήποτε κι αν είσαι, να φύγεις;
Γ.ΜΠ.: Ναι, εγώ δεν δένομαι τόσο πολύ με μέρη. Δεν δένομαι με ένα σπίτι. Ας πούμε, δεν με νοιάζει να πάω να ξαναδώ το πατρικό μου ή το τωρινό μου σπίτι, αν πάω σε άλλο. Ούτε καν με πόλεις, ούτε με χώρες, ούτε με κουλτούρες. Δένομαι όμως με ανθρώπους. Οι παιδικές μου φιλίες είναι σημαντικές για μένα. Ή οι παιδικές μου ιδέες. Ο Ολυμπιακός είναι μια ιδέα για μένα, είναι κάτι σημαντικό. Είναι η ομάδα που υποστηρίζω από παιδί και για μένα, στην ηλικία που είμαι τώρα, είναι πολύ πιο σημαντικό από κάτι άλλο. Το να τον αφήσω θα είναι πολύ ψυχοφθόρο για μένα. Ανεξάρτητα αν πρέπει να το κάνω για το καλό και το δικό μου και του Ολυμπιακού. Αλλά το να τον αφήσω δεν είναι εύκολο για μένα. Ωστόσο, ήμουν έτοιμος να το κάνω.
Δ.Δ.: Και τώρα;
Γ.ΜΠ.: Και τώρα. Είπα ότι πρέπει να δώσω στον εαυτό μου χρόνο, ακόμα και μετά το πρωτάθλημα που πήραμε τώρα και που τελείωσε με τον καλύτερο τρόπο. Ακόμα και τώρα πρέπει να το σκεφτώ.
Δ.Δ.: Το σκέφτεσαι να φύγεις ακόμα και τώρα; Αισθάνεσαι ότι έκανες τον κύκλο;
Γ.ΜΠ.: Οχι, είναι μια εσωτερική διεργασία. Σκέφτηκα ότι όταν ολοκληρωθεί αυτή η χρονιά πρέπει να κάνω μια εσωτερική αναζήτηση, να δώσω μια εβδομάδα, δέκα μέρες στον εαυτό μου, να κάνω μια αποτίμηση της κατάστασης. Πώς είναι τα πράγματα για μένα, συναισθηματικά, οικογενειακά, επαγγελματικά; Πρέπει να συνεχίσω να είμαι σε αυτό το περιβάλλον; Νομίζω το κάνει κάθε άνθρωπος, για κάθε δουλειά, έτσι δεν είναι;.
Δ.Δ.: Επομένως δεν δένεσαι με τα πράγματα, με τα σπίτια, με τα αυτοκίνητα.
Γ.ΜΠ.: Οχι, αλλά με τον σκύλο μου, με την οικογένειά μου, με τους φίλους μου ή με τους συνεργάτες μου -που είναι και φίλοι μου- δένομαι πάρα πολύ.
Δ.Δ.: Μέσα σου τι αισθάνεσαι; Τι σε τρώει πολύ; Γιατί στους αγώνες σε βλέπω σε μεγάλη ένταση. Και κάποιοι που σε ξέρουν μου είπαν «ο Μπαρτζώκας είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα. Αλλο πρόσωπο είναι στο γήπεδο κι άλλο πρόσωπο όταν τον συναντήσεις».
Γ.ΜΠ.: Αυτό λένε οι περισσότεροι.
Δ.Δ.: Τι σε κάνει να εξοργίζεσαι;
Γ.ΜΠ.: Εγώ έχω στο μυαλό μου κάποιες ιδέες για το τι σημαίνει μπάσκετ. Οταν αυτό έρχεται σε πόλεμο σε αντίθεση με αυτά που βλέπω, δεν έχω πολλή υπομονή. Ιδίως όταν οι σφυγμοί είναι υψηλοί. Οταν είναι στους 60, που είναι το νορμάλ μου, έχω πολλή υπομονή, σκέφτομαι, κατανοώ πράγματα. Οταν οι σφυγμοί μου είναι 180, δεν έχω. Και όπως μου έχει πει ο γιατρός της ομάδας, που είναι ένας σοφός άνθρωπος, «εσένα σε ενοχλεί όταν πυροβολείται το αυτονόητο».
Δ.Δ.: Και η σχέση με τους παίκτες.
Γ.ΜΠ.: Καταρχήν δεν θέλω ποτέ να γίνω φίλος με τους παίκτες. Δεν μπορώ να είμαι φίλος γιατί είναι διαφορετική η σχέση που έχουμε. Επίσης, ηλικιακά πια, δεν μπορώ να κάνω παρέα με κάποιον που είναι αρκετά μικρότερος, ούτε θέλω. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν σχέσεις με παίκτες τεράστιας εκτίμησης και σεβασμού από κοινού. Και υπάρχουν και σχέσεις με παίκτες που ήταν ακραίες. Δηλαδή δεν με αποδέχονταν και μέσα μου έκανα μεγάλη υπομονή για να τους δεχθώ, αλλά δεν τους αποδέχθηκα κι εγώ. Αυτό έχει σχέση με τη χημεία των ανθρώπων, δεν κάνουμε παρέα όλοι με όλους, δεν ταιριάζουμε όλοι. Η ψυχασθένεια να θέλουμε να αρέσουμε σε όλους, εμένα μου έχει περάσει εδώ και καιρό. Οπότε έχω αποδεχτεί ότι δεν μπορώ με όλους τους ανθρώπους να έχω χημεία και να μπορούμε μαζί να έχουμε έναν κοινό σκοπό.

Επίλογος
«Μπορεί αύριο να σταματήσω να κάνω αυτή τη δουλειά, μπορεί να συνεχίσω για χρόνια στον Ολυμπιακό, μπορεί να μη με θέλουν πια»
Είχαμε πιάσει τη μία ώρα και κάτι ψιλά. Κι όμως, και οι δύο προσηλωμένοι στην κουβέντα μας. Το θερμόμετρο των συναισθημάτων του στο κόκκινο. Το ήθος του γραμμένο στο κούτελο και το βλέμμα του. Τι άνθρωπος! Κι όμως, αρκετοί του Ολυμπιακού λένε γι’ αυτόν τον άνθρωπο «καλός, αν και αριστερός»!
Δ.Δ.: Ποιος παίκτης σε έχει εντυπωσιάσει στον Ολυμπιακό όλο αυτό τον καιρό;
Γ.ΜΠ.: Είναι πάρα πολλοί και σε πολλές ομάδες μέσα σε όλη αυτή τη διαδρομή. Γνώρισα μερικά παιδιά που ήταν αυτό που λέμε διαμάντια. Με την έννοια ότι δεν δημιούργησαν ποτέ πρόβλημα, ήταν πάντα αλληλέγγυοι, είχαν ενσυναίσθηση, σκεφτόντουσαν αν ένας συμπαίκτης τους είναι στεναχωρημένος πώς θα τον ανεβάσουν, σκεφτόντουσαν τι περνάει ο προπονητής, τι νιώθει. Υπήρχαν πάρα πολλοί τέτοιοι. Το οποίο ξέρεις δεν είχε καμία σχέση με το μορφωτικό τους επίπεδο ή με το κοινωνικό τους background. Εχω γνωρίσει μαυράκια από γκέτο που έχουν μεγαλώσει χωρίς οικογένεια γιατί οι γονείς τους ήταν σε συμμορία και ο πατέρας τους μπορεί να δολοφονήθηκε, που ήταν πιο ντόμπροι, είχαν περισσότερο φιλότιμο από τον οποιονδήποτε μορφωμένο ή κοινωνικά αποδεκτό αθλητή. Απλώς αναζητούσαν μια πατρική φιγούρα που μπορεί να τους είχε λείψει. Δηλαδή αν τους φερόσουν σαν πατέρας, με σεβασμό και τους έλεγες ρεαλιστικά και ειλικρινά ποια είναι η πραγματικότητα, αυτοί γίνονταν οι καλύτεροι κοινωνοί αυτού που εσύ ήθελες να βγάλεις στο γήπεδο. Και επίσης έχω γνωρίσει και το αντίθετο. Παιδιά που στην κοινή γνώμη θεωρούνται αστέρια, να είναι τόσο εγωκεντρικοί, τόσο εγωπαθείς που έκαναν μόνο κακό στην ομάδα. Επίτρεψέ μου λοιπόν να μην πω ονόματα, ούτε των μεν ούτε των δε. Γιατί θα ασχοληθούν όλοι με αυτό και με τίποτε άλλο από αυτή τη συνέντευξη.
Δ.Δ.: Η βαθύτερη επιθυμία σου;
Γ.ΜΠ.: Αλήθεια δεν ξέρω. Εχω μπει σε ένα κύμα και δεν ξέρω που με πάει, αυτή είναι η αλήθεια. Αν με ρωτούσες όταν ξεκινούσα να κάνω αυτή τη δουλειά, αν θα φανταζόμουν αυτά που έχουμε καταφέρει – γιατί έχω πάρει έντεκα τίτλους με τον Ολυμπιακό, είμαι αυτός με τη μεγαλύτερη διάρκεια στην ιστορία της ομάδας και ο πιο πολυνίκης προπονητής, με τους περισσότερους τίτλους. Θα σου έλεγα ότι δεν θα με φανταζόμουν ποτέ έτσι. Αλλά δεν ξέρω πού θα με οδηγήσει το κύμα. Μπορεί αύριο να σταματήσω να κάνω αυτή τη δουλειά, μπορεί να συνεχίσω για χρόνια στον Ολυμπιακό, μπορεί να μη με θέλουν πια. Στη ζωή έχω μάθει, από τα παιδικά μου χρόνια, ότι δεν μπορείς να παίρνεις τίποτα σαν δεδομένο.
Δ.Δ.: Τίποτα, απολύτως τίποτα. Η πιο σημαντική σου στιγμή;
Γ.ΜΠ.: Μακράν η γέννηση της κόρης μου. Δεν υπάρχει καμία, μα καμία σύγκριση με οτιδήποτε άλλο.
Δ.Δ.: Και η πιο δυσάρεστη;
Γ.ΜΠ.: Θα έλεγα ότι ήταν κάποιοι θάνατοι δικών μου ανθρώπων. Το να χάσεις έναν φίλο ή έναν συγγενή ή έναν άνθρωπο που επηρέασε τη ζωή σου. Δεν είναι ένας, είναι αρκετά πρόσωπα που χάθηκαν. Μια ήττα, μια αποτυχία σε ομάδα μπορεί να σε πληγώσει βαθιά, αλλά ποτέ όσο το να χάσεις έναν άνθρωπο.
Δ.Δ.:Σε ευχαριστώ πολύ, είσαι υπέροχος!
Το εννοούσα! Αν και ΑΕΚτζής, από αυτη την κουβέντα και μετά τον έβαλα στην καρδιά μου!