Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία ήρθε να ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε ο Εμανουέλ Μακρόν το 2017: τα δύο παραδοσιακά πολιτικά κόμματα, το Σοσιαλιστικό και το συντηρητικό των Ρεπουμπλικανών, που κυριαρχούσαν επί δεκαετίες στην πολιτική σκηνή της χώρας, καταποντίστηκαν και είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πώς θα ανακάμψουν.
Η Βαλερί Πεκρές, υποψήφια της παραδοσιακής γαλλικής Δεξιάς, που θεωρείτο κάποια στιγμή ότι θα μπορούσε να απειλήσει τον Μακρόν, έπιασε τελικά ποσοστό κάτω από το 5% (4,79%) κι έμεινε εκτός β΄γύρου σε ένα αποτέλεσμα που συνιστά διπλό πλήγμα για το κόμμα της, που έχει τις ρίζες του στον Σαρλ ντε Γκωλ, τον ήρωα της Αντίστασης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που έχτισε τα θεμέλια της παντοδύναμης γαλλικής προεδρίας. Κι αυτό γιατί το αποτέλεσμα όχι μόνον είναι το χαμηλότερο που έπιασε ποτέ στην ιστορία του το κόμμα, αλλά οι Ρεπουμπλικανοί ( Les Républicains ) κινδυνεύουν να μην λάβουν ούτε αποζημίωση για τα έξοδα της εκστρατείας τους καθώς δεν κατάφεραν να πιάσουν το όριο του 5%. «Αναγκάστηκα να δώσω μια μάχη σε δύο μέτωπα, μεταξύ του κόμματος του Προέδρου και των ακραίων, που ένωσαν τις δυνάμεις τους για να διχάσουν και να νικήσουν τη ρεπουμπλικανική δεξιά», είπε η Πεκρές μετά την ήττα της. «Αυτό το αποτέλεσμα είναι προφανώς μια προσωπική και συλλογική απογοήτευση».
Το χάσμα στους κόλπους της γαλλικής Δεξιάς έγινε ακόμη πιο ορατό λίγο μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων όταν η Πεκρές δήλωσε ότι θα ψηφίσει Μακρόν στις 24 Απριλίου, ενώ ο εσωκομματικός της αντίπαλος, Ερίκ Σιοτί, είπε ότι δεν θα την ακολουθήσει σε αυτό το βήμα.
Όσο για τη Σοσιαλίστρια υποψήφια, τη δήμαρχο των Παρισίων Αν Ινταλγκό, δεν κατάφερε ούτε το 2% να πιάσει (1,74%), ποσοστό τρεις φορές μικρότερο από το ήδη ιστορικά χαμηλό που είχε εξασφαλίσει προ πενταετίας ο τότε υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Μπενουά Αμόν.
Αλλάζει το πολιτικό τοπίο στη Γαλλία
Με το βλέμμα πλέον στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουνίου η γαλλική Δεξιά καλείται να αναδιαμορφώσει τη στρατηγική της και να περάσει ένα μήνυμα που θα εναρμονίζεται με τις προσδοκίες των συντηρητικών ψηφοφόρων, εκτιμούν αναλυτές, ενώ δεν είναι λίγες οι φωνές στους κόλπους της που ζητούν να σταματήσει να αντιτίθεται σε μια σύμπραξη με ακροδεξιές δυνάμεις που κερδίζουν σταθερά έδαφος στη χώρα.
«Βρίσκονται εδώ και δέκα χρόνια στην αντιπολίτευση κι αυτός ο χρόνος θα έπρεπε να είχε αρκέσει για τη διαμόρφωση ενός προγράμματος και την ανάδειξη ορισμένων ισχυρών υποψηφίων», λέει ο Ντομινίκ Ρενιέ της δεξαμενής σκέψης Fondapol στο Παρίσι, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Institut d’Etudes Politiques de Paris
H γαλλική Δεξιά εξακολουθεί, βέβαια, να έχει τον έλεγχο της Γερουσίας και δήμων ανά τη χώρα, αλλά η ηγεσία της δεν κατάφερε να αναδείξει ένα πολιτικό ανάστημα επιρροής μετά την ήττα του Νικολά Σαρκοζί στις προεδρικές εκλογές προ δεκαετίας.
«Βλέπουμε μια ανασύνθεση της γαλλικής πολιτικής ζωής, με αυτή τη νέα πολικότητα μεταξύ των κεντρώων και της ακροδεξιάς», σημειώνει ο Γκασπάρ Εστραντά, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Sciences Po στο Παρίσι. «Τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, οι Σοσιαλιστές και οι Ρεπουμπλικάνοι, απέσπασαν μαζί λιγότερο από το 10% των ψήφων – κι αυτό λέει πολλά για την πολιτική εξέλιξη της Γαλλίας», προσθέτει.
Με την ολοκλήρωση της δεύτερης θητείας του το 2027 – εφόσον, βέβαια, ξεπεράσει έστω και δύσκολα το εμπόδιο της Λεπέν στις 24 Απριλίου – ο Μακρόν δεν θα μπορέσει να διεκδικήσει την επανεκλογή του, βάσει της εκλογικής νομοθεσίας. Το κεντρώο κόμμα του La Republique En Marche (LREM – «Η Δημοκρατία Εμπρός») δεν έχει αναδείξει κάποιο πιθανό διάδοχο.
Η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν από την άλλη έχει πει ότι αυτή θα είναι η τελευταία της προεκλογική καμπάνια, αλλά με το ισχυρό αποτέλεσμα που εξασφάλισε στον πρώτο γύρο πιθανότατα θα εξακολουθήσει να ασκεί σημαντική επιρροή και θα παραμείνει υπολογίσιμη δύναμη.
Οι «Ρεπουμπλικανοί» θα πρέπει επίσης να μονομαχήσουν και με τον πρώην πρωθυπουργό του Μακρόν, τον Εντουάρ Φιλίπ, η δημοτικότητα του οποίου στη Δεξιά έχει ανέβει αφότου ανέλαβε δήμαρχος στη Χάβρη. Ο Φιλίπ δημιούργησε το δικό του κόμμα, τους «Ορίζοντες» και αναμένεται να προσπαθήσει να στρατολογήσει στελέχη από τη LREM του Μακρόν, που δεν έχει καταφέρει να εδραιωθεί σε δημοτικά ή περιφερειακά συμβούλια.
Ακυβέρνητο σκάφος οι Σοσιαλιστές
Η πρόκληση για τους Σοσιαλιστές να οικοδομήσουν εκ νέου ένα βιώσιμο πολιτικό σχέδιο ή να διακινδυνεύσουν να περάσουν στα βιβλία της Ιστορίας είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς η υποψήφιά τους Αν Ινταλγκό ούτε το 2% δεν κατάφερε να εξασφαλίσει. «Το 2017 γίναμε μάρτυρες του καταποντισμού των Σοσιαλιστών και σε αυτή την ψηφοφορία βλέπουμε τον καταποντισμό των Ρεπουμπλικανών», λέει ο Ρεμί Λεφέβρ, πολιτικός επιστήμονς του Πανεπιστημίου της Λιλ.
Οι Σοσιαλιστές είδαν τα τελευταία χρόνια τις τάξεις τους να αποδυναμώνονται με τη μετατόπιση του γαλλικού πολιτικού τοπίου προς τα δεξιά. Πιο πρόσφατα, οι αριστεροί ψηφοφόροι υποστήριξαν τον Μακρόν ή υιοθέτησαν την επαναστατική ρητορική του νεοκομμουνιστή Ζαν Λικ Μελανσόν, ο οποίος ξεπέρασε κατά πολύ τους Σοσιαλιστές πιάνοντας χθες ποσοστό κοντά στο 22%. «Η Αριστερά δεν μπόρεσε ποτέ να ανακτήσει τις εργατικές τάξεις…», σχολιάζει ο Ρεϊνί. «Αντί να επανεφεύρει εαυτήν, κόλλησε με τους γραφειοκράτες της μεσαίας τάξης και τους δημοσίους υπαλλήλους — πράγμα όχι απαραίτητα κακό, αλλά, μη αρκετό», προσθέτει.
Αλλά ούτε ο Μελανσόν, ούτε οι Πράσινοι του Γιανίκ Ζαντό, ούτε οι κομμουνιστές υποψήφιοι έδειξαν να ενδιαφέρονται για τη σύμπηξη αριστεράς συμμαχίας. «Απόψε απευθύνω επίσημη έκκληση στις αριστερές και οικολογικές δυνάμεις, στις κοινωνικές δυνάμεις, στους πολίτες που είναι έτοιμοι να δεσμευτούν να οικοδομήσουν μαζί ένα σύμφωνο για κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη για τις κοινοβουλευτικές εκλογές», δήλωσε χθες ο επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ολιβιέ Φορ. Εάν οι Σοσιαλιστές δουν να μειώνονται ακόμη περισσότερο οι έδρες τους – 25 έχουν τώρα – στη γαλλική Εθνοσυνέλευση στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου, η κρατική χρηματοδότηση για το κόμμα τους θα μειωθεί ακόμη περισσότερο, φέρνοντάς τους σε δεινή οικονομική κατάσταση, λίγα χρόνια μετά την πώληση της εμβληματικής έδρας τους στο Παρίσι.
«Επιχείρησαν να εμφανιστούν ως σοσιαλιστικό – οικολογικό κόμμα, αλλά χωρίς να διατυπώσουν ξεκάθαρα ένα πρωτότυπο όραμα», λέει ο Φρεντερίκ Σαουικί, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Pantheon-Sorbonne στο Παρίσι. «Εάν αυτή την πολύ κακή επίδοση στις προεδρικές εκλογές ακολουθήσει μια κατάρρευση στις βουλευτικές εκλογές, η επιβίωση του κόμματος στη σημερινή του μορφή θα τεθεί υπό αμφισβήτηση», σημειώνει.