Βέροια, 3 Φεβρουαρίου 2006. Μια συνηθισμένη χειμωνιάτικη Παρασκευή που έμελλε να μείνει για πάντα χαραγμένη στην ιστορία της πόλης και στη μνήμη μιας ολόκληρης χώρας.
Ήταν η μέρα που χάθηκαν τα ίχνη του 11χρονου μαθητή Άλεξ Μεσχισβίλι, του παιδιού που δεν γύρισε ποτέ στο σπίτι του, αφήνοντας πίσω του ένα από τα πιο σκοτεινά και βασανιστικά μυστήρια των τελευταίων δεκαετιών. Δεκαοκτώ χρόνια μετά, η υπόθεση παραμένει άλυτη.
Το σώμα του μικρού δεν βρέθηκε ποτέ και η μητέρα του, Νατέλα Ιτσουαϊτζε, εξακολουθεί να ζει τον απόλυτο εφιάλτη: να μην έχει έναν τάφο για να θρηνήσει, να ανάψει ένα κερί, να αποχαιρετήσει όπως πρέπει το παιδί της.
Το χρονικό μιας εξαφάνισης που πάγωσε την Ελλάδα
Ο μικρός Άλεξ, παιδί οικογένειας από τη Γεωργία που είχε εγκατασταθεί στη Βέροια, ζούσε με τη μητέρα και τον πατριό του. Την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2006, λίγο μετά τις 7 το απόγευμα, έφυγε από το κλειστό γυμναστήριο της Ελιάς, όπου είχε προπόνηση μπάσκετ.
Επόμενος σταθμός του θα ήταν το πρακτορείο ΟΠΑΠ του πατριού του κι από εκεί η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών για το μάθημα ζωγραφικής. Μόνο που σε εκείνο το μονοπάτι χάθηκε για πάντα. Φίλοι και συμμαθητές τον είδαν για τελευταία φορά, ενώ αργότερα αποκαλύφθηκε πως ο 11χρονος βίωνε έντονη πίεση και περιθωριοποίηση από συμμαθητές του, σε μια εποχή που ο όρος “bullying” ήταν σχεδόν άγνωστος στην ελληνική κοινωνία. Η δική του ιστορία θα γινόταν το πιο τραγικό παράδειγμα παιδικής βίας.

Η έρευνα που έφερε στο φως η Αγγελική Νικολούλη
Σαράντα ημέρες μετά την εξαφάνιση, η δημοσιογράφος Αγγελική Νικολούλη βρέθηκε στη Βέροια με την εκπομπή «Φως στο Τούνελ». Από τις πρώτες κιόλας μαρτυρίες που συνέλεξε, άρχισε να διαφαίνεται η ύπαρξη μιας παρέας ανηλίκων που είχε αναπτύξει βίαιη συμπεριφορά απέναντι σε πιο αδύναμα παιδιά.
Δύο αδέλφια Έλληνες, ένας Αλβανός, ένας Βορειοηπειρώτης και ένας Ρουμάνος — ηλικίας από 11 έως 13 ετών τότε — φέρονταν να είναι οι «σκληροί» της πόλης. Μετά από επίμονες έρευνες, καταθέσεις και αποκαλύψεις, προέκυψε ότι η παρέα αυτή βρισκόταν στο επίκεντρο της εξαφάνισης του Άλεξ. Κι όμως, όταν η δημοσιογράφος ενημέρωσε την Ασφάλεια Βέροιας, ο τότε διοικητής θεώρησε το σενάριο «τραβηγμένο» και δεν ερεύνησε όπως έπρεπε την υπόθεση. Πολύτιμος χρόνος χάθηκε, ενώ το νήμα βρισκόταν ήδη μπροστά τους.
Με το πέρασμα των εβδομάδων, τα πέντε παιδιά οδηγήθηκαν να ομολογήσουν τον θανάσιμο τραυματισμό του Άλεξ. Ωστόσο, οι Αρχές δεν κατάφεραν να τα απομονώσουν από το οικογενειακό τους περιβάλλον, ούτε να τα προστατεύσουν από επιρροές. Γονείς και συγγενείς μπήκαν στη μέση, τα «καθοδήγησαν» και έτσι τρεις από τους πέντε ανήλικους ανακάλεσαν. Το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται ξανά όταν μια γυναίκα, φίλη της οικογένειας των δύο Ελλήνων αδελφών, κατέθεσε ότι το βράδυ της εξαφάνισης άκουσε το μικρότερο από τα παιδιά να παραμιλάει: «Πέθανε το παιδί, πέθανε… Φωνάξτε τον παππού». Παρά το σοκ, η μητέρα και η γιαγιά που ήταν παρούσες δεν έδειξαν καμία ανησυχία. Ο παππούς, κηδεμόνας τότε των παιδιών, θεωρείται ότι ενημερώθηκε άμεσα και βοήθησε να κουκουλωθεί η υπόθεση.
Λίγο αργότερα, ο μικρός Βορειοηπειρώτης «έσπασε» και με τη βοήθεια της Νικολούλη περιέγραψε το χρονικό του θανάτου: ο Άλεξ τραυματίστηκε θανάσιμα έπειτα από έντονο τσακωμό με την παρέα κοντά στο Δημαρχείο. Οι ανήλικοι τον μετέφεραν σε εγκαταλελειμμένο σπίτι, τον άφησαν αβοήθητο μέσα στο χιόνι και δύο μέρες αργότερα, με ένα καρότσι, τον μετέφεραν στο ποτάμι της Μπαρμπούτας. Από εκεί και πέρα, κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τι απέγινε η σορός του παιδιού. Οι ενδείξεις δείχνουν ότι ενήλικοι του στενού περιβάλλοντος των δραστών ανέλαβαν να εξαφανίσουν το πτώμα.
Η δικαστική διαδρομή
Η υπόθεση οδήγησε τα πέντε παιδιά ενώπιον του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Θεσσαλονίκης. Κρίθηκαν ένοχα για θανατηφόρα σωματική βλάβη και περιύβριση νεκρού, με το Δικαστήριο να τους επιβάλλει αναμορφωτικά μέτρα, όπως προβλέπει ο νόμος για ανηλίκους. Το 2011 ο παππούς των δύο Ελλήνων αδελφών καταδικάστηκε σε 4 χρόνια και 6 μήνες φυλάκιση για υπόθαλψη εγκληματία και ψευδορκία, ενώ οι γονείς των ανηλίκων τιμωρήθηκαν με φυλάκιση 12 μηνών με αναστολή για παραμέληση εποπτείας. Μόνο η μητέρα του Ρουμάνου απαλλάχθηκε, καθώς είχε αναζητήσει έγκαιρα τη συνδρομή των Αρχών για την παραβατική συμπεριφορά του γιου της.
Το 2014, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Βέροιας αναγνώρισε το βαρύ ψυχικό τραύμα της μητέρας του Άλεξ και της επιδίκασε αποζημίωση ύψους 150.000 ευρώ, επιβαρύνοντας γονείς και κηδεμόνες των πέντε παιδιών. Συνολικά, καταδικάστηκαν 11 από τους 13 εναγόμενους.
Ένα μυστήριο που δεν λύθηκε ποτέ
Παρά τις πολυετείς έρευνες, η σορός του Άλεξ δεν βρέθηκε ποτέ. Σενάρια υπήρξαν πολλά: κάποιοι μίλησαν για κύκλωμα παιδεραστίας, άλλοι για εμπορία οργάνων ή ακόμα και ότι το παιδί ζει κάπου μακριά. Όλες οι θεωρίες εξετάστηκαν και κατέρρευσαν, αφού καμία δεν επιβεβαιώθηκε. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ένα 11χρονο αγόρι χάθηκε βίαια, θύμα ενός τραγικού παιχνιδιού βίας από παιδιά της ηλικίας του, και η μητέρα του εξακολουθεί να αναζητά το άψυχο σώμα του για να το θρηνήσει.
Δεκαοκτώ χρόνια μετά, η υπόθεση του μικρού Άλεξ δεν είναι απλώς ένας φάκελος που παραμένει ανοιχτός. Είναι η πιο σκληρή υπενθύμιση ότι η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται πάντα, ότι η κοινωνία πλήρωσε με τον πιο οδυνηρό τρόπο το τίμημα της σιωπής, και ότι κάπου στη Βέροια, ανάμεσα σε δρόμους και μνήμες, υπάρχει ακόμα ένα αναπάντητο «γιατί».
Πηγή: newsbomb.gr