ΟΤΕ, Vodafone και Nova καλούνται να συμφωνήσουν σε εκπτώσεις όγκου μεταξύ τους
Ανοίγει εκ νέου η συζήτηση για τις τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές για τη σύνδεση στο διαδίκτυο και ειδικότερα για τις συνδέσεις οπτικής ίνας μέχρι τα σπίτια ή τις επιχειρήσεις (FTTH).
Οι τρεις βασικοί πάροχοι ΟΤΕ, Vodafone και Nova, καλούνται να συμφωνήσουν σε εκπτώσεις όγκου μεταξύ τους (στη χονδρική – όταν χρησιμοποιούν ο ένας το δίκτυο του άλλου) μέσω διαβούλευσης που ξεκίνησε χθες η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ).
Ζητούμενο, κυρίως για τις Vodafone και Nova, που αγοράζουν σε μεγαλύτερο βαθμό χονδρική από τον ΟΤΕ γραμμές FTTH για να τις διαθέσουν στους πελάτες τους, η αύξηση του περιθωρίου κέρδους, έτσι ώστε να είναι σε θέση να διαμορφώσουν φθηνότερα τιμολόγια λιανικής.
Στην παρούσα φάση ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής για μια σύνδεση FTTH 100 Mbps είναι, στον ΟΤΕ 37,9 ευρώ μηνιαίως και στη Vodafone 28,5 ευρώ. Η Nova παρέχει τα 200 Mbps με 33 ευρώ (όταν κάνει χρήση οπτικής ίνας από άλλο πάροχο) και τα 300 Mbps με 26 ευρώ όταν το δίκτυο FTTH είναι δικό της. Ο ΟΤΕ δίνει τα 300 Mbps (προσφορά) με 37,9 ευρώ και η Vodafone 33,6 ευρώ.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι και οι δύο εταιρίες Vodafone και Nova βλέπουν θετικά τις εκπτώσεις όγκου με την πρώτη να έχει καταρχήν συμφωνήσει.
Στη συζήτηση σχετικά με τις τιμές λιανικής για την οπτική ίνα οι απόψεις είναι ποικίλες. Ορισμένοι από την αγορά υποστηρίζουν ότι η χαμηλή διείσδυση που έχει μέχρι σήμερα η Ελλάδα σε FTTH δεν σχετίζεται τόσο με τις τιμές αλλά με το ότι ο καταναλωτής δεν χρειάζεται μεγαλύτερες ταχύτητες καθώς ικανοποιεί τις ανάγκες του και με το δίκτυο οπτικών ινών που φθάνει έως τις υπαίθριες καμπίνες.
Ένα άλλο κομμάτι της αγοράς σημειώνει ωστόσο ότι οι τιμές είναι υψηλές και αυτός είναι ο βασικός λόγος που δεν αγοράζει ο καταναλωτής FTTH.
Στελέχη της αγοράς σχολίαζαν σχετικά ότι καθώς η συμφωνία αφορά στους τρεις παρόχους, ειδικά οι Vodafone και Nova θα έχουν ισχυρό κίνητρο να κάνουν περισσότερες συνδέσεις FTTH για να έχουν καλύτερες τιμές χονδρικής από τον ΟΤΕ. Αυτό, όπως σχολιάζεται, αποκλείει την περίπτωση να αγοράζουν υπηρεσίες χονδρικής από τη ΔΕΗ η οποία προχωρά στη δημιουργία υπέργειου δικτύου οπτικών ινών σε περιοχές που είναι και ο ΟΤΕ.
Να σημειωθεί ότι βάσει εκτιμήσεων της αγοράς οι ενεργοποιημένες γραμμές FTTH στη χώρα μας είναι περίπου 330 χιλ. σε σύνολο 4,4 εκατ. συνδέσεων, δηλαδή διείσδυση της τάξεως του 7,7%.
Οι διαθέσιμες συνδέσεις FTTH, βάσει επίσης εκτιμήσεων, είναι περί το 1,5 εκατ. (στο τέλος Σεπτεμβρίου ο ΟΤΕ που υλοποιεί το μεγαλύτερο επενδυτικό πρόγραμμα σε οπτική ίνα είχε ανακοινώσει 1,148 εκατ.).
Η διαβούλευση της ΕΕΤΤ θα διαρκέσει έως και τη Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024 και αφορά ειδικότερα την πρόταση του ΟΤΕ για παροχή εκπτώσεων σε υπηρεσίες FTTH με δεσμεύσεις όγκου, ως κίνητρο για την αύξηση των συνδέσεων οπτικής ίνας.
Όπως σημειώνεται στο κείμενο της διαβούλευσης η Επιτροπή αναγνωρίζοντας τη σημασία της ταχύτερης αξιοποίησης των επενδύσεων σε δίκτυα FTTH και προκειμένου να απολαμβάνουν περισσότεροι συνδρομητές τις βελτιωμένες υπηρεσίες του δικτύου FTTH, θέτει σε συζήτηση την εκατέρωθεν εκπτωτική πολιτική για τη χονδρική παροχή υπηρεσιών FTTH με συγκεκριμένους όρους.
Παράλληλα η ΕΕΤΤ προχώρησε πρόσφατα στην ανάθεση του έργου «Παροχή υπηρεσιών εξειδικευμένου συμβούλου της ΕΕΤΤ για τη συγκριτική αξιολόγηση της Ελληνικής Αγοράς Κινητής Τηλεφωνίας με βάση συγκεκριμένους δείκτες και σε σχέση με άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ» στην σουηδική εταιρία Tefficient.
Οι ενδεικτικοί δείκτες που θα μελετηθούν, μεταξύ άλλων, είναι οι εξής: Το Μέσο Έσοδο ανά Χρήστη υπηρεσιών Κινητής τηλεφωνίας (Average Mobile Revenue Per User – ARPU), το μέσο έσοδο ανά χρήστη για τις επιμέρους υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας, τα συνολικά έσοδα ανά υπηρεσία, η εκτίμηση της σχέσης αξίας – τιμής (value for money) για τις παρεχόμενες υπηρεσίες κ.α.
Επίσης στο πλαίσιο της ίδιας μελέτης θα γίνει συγκριτική αξιολόγηση των παραπάνω δεικτών της Ελλάδας σε σχέση με τους αντίστοιχους δείκτες επιλεγμένων κρατών – μελών της ΕΕ για το διάστημα των τελευταίων ετών (2017 έως και σήμερα). Η σουηδική εταιρία θα παραδώσει τη μελέτη της εντός 5 μηνών.