Αυτός ο τίτλος, Αντρέ, είναι δικός σου! Ασχέτως αν, λόγω χαρακτήρα, δεν θα το πεις και δε θα το αποδεχθείς ποτέ, ασχέτως αν θα βάζεις πάντα το «εμείς» πάνω από το «εγώ»…
Σε αντίθεση με τους χειμαρρώδεις και ενθουσιώδεις συμπαίκτες του, ο μισός Πορτογάλος και μισός Έλληνας, Αντελίνο Αντρέ Βιεϊρίνια, παραμένει ήρεμος και εγκρατής ακόμη και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές που του προέκυψαν στο διάβα του, ενώ όλα πήγαιναν πρίμα λίγες μόνο μέρες προτού σηκώσει την πολυπόθητη «κούπα» του πρωταθλητή στον ουρανό της Θεσσαλονίκης.
Δεν πούλησε ποτέ οπαδιλίκι και απέδειξε, δίχως να είναι Έλληνας 100%, πως μπορεί κάποιος να δεθεί με μια ομάδα, ακόμη και αν δε την έχει ζήσει και δεν γνωρίζει καλά-καλά την ύπαρξη της μέχρι τα 22 του. Η κατάκτηση του πρωταθλήματος, με την ομάδα που την αγάπησε εντελώς ξαφνικά ύστερα από ένα «ραντεβού στα τυφλά» με τον Φερνάντο Σάντος, το καλοκαίρι του 2008, είναι «η δικαίωση μας», όπως λέει ορθά-κοφτά. Όταν δε η κουβέντα πάει στο μέλλον, τότε, γίνεται ξεκάθαρος, παρά το πρόβλημα που του προέκυψε στο φινάλε της χρονιάς: «θα μπω και θα παίξω στο πρώτο παιχνίδι της Νέας Τούμπας, δεν το συζητάω…» λέει και αφήνει τον συνομιλητή του άφωνο!
Ώρες – ώρες μπορεί κι αυτός, όπως ο καθένας μας, να μην είναι ευκόλως ανιχνεύσιμος και αναγνώσιμος, αλλά όσο τον ξέρω και όσο μπορώ να τον ψυχολογήσω, θεωρώ ότι πρόκειται για έναν διαφανή και κρυστάλλινο άνθρωπο. Χωρίς να διεκδικώ τον τίτλο του εξ απορρήτων του, ούτε καν του καθημερινού συνομιλητή του, νομίζω ότι ο Αντρέ, τον οποίο είχα μεγάλη συμπάθεια από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα τις πρώτες μέρες του στην Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ, επέστρεψε με τη σφοδρή επιθυμία να πάρει το αίμα του πίσω!
Παρεμπιπτόντως δεν υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι που θα τον συναντήσουν στο δρόμο, θα ανταλλάξουν δυο τρεις κουβέντες και δε θα τον συμπαθήσουν. Στις τάξεις δε της «ασπρόμαυρης» πολιτείας υπάρχει καθολική αναγνώριση προς το πρόσωπό του και παθολογική αγάπη. Το διαπίστωσα, ιδίοις όμμασι, κατά τη διάρκεια της κουβέντας που είχαμε για τις ανάγκες και του περιοδικού «Face», το οποίο κυκλοφόρησε το Μ. Σάββατο μαζί με την εφημερίδα «Forza», 28 σελίδες αφιερωμένες, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία, στον εμβληματικό αρχηγό των Πρωταθλητών Ελλάδας.
– Τελικά, ποιος είναι ο Βιεϊρίνια χωρίς την ασπρόμαυρη φανέλα, πως είναι ο Αντρέ εκτός γηπέδων;
«Τι θα πει ποιος είναι ο Αντρέ; Δεν τον βλέπεις; Ένας ήρεμος άνθρωπος, που θα πάει με τους φίλους του για καφέ, θα προσπαθήσει να περάσει όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες με την οικογένεια του».
– Να φανταστώ είναι ισχυρό το δέσιμο που έχεις με τη γυναίκα σου και την κόρη σου;
«Η οικογένεια είναι τα πάντα για μένα. Ζω και πεθαίνω για την οικογένεια μου! Η Βάσω δέκα χρόνια τώρα βρίσκεται πάντα δίπλα μου, στα εύκολα και στα δύσκολα, η Κριστίνα είναι αυτή που μου δίνει δύναμη να προχωρήσω, να σταθώ όρθιος».
– Πώς ξεκίνησες να παίζεις ποδόσφαιρο;
«Από τότε που γνωρίζω τον εαυτό μου, τον θυμάμαι αγκαλιά με μια μπάλα! Δεν διάβαζα καθόλου, μόλις επέστρεφα από το σχολείο, έμπαινα από την πόρτα κι αμέσως έβγαινα από το παράθυρο. Πετούσα την τσάντα στο δωμάτιο και το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν να βγω στη γειτονιά για να παίξω με τους φίλους μου».
– Άρα, δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι άλλο εκτός από ποδοσφαιριστής;
«Το ποδόσφαιρο είναι οικογενειακή παράδοση. Ο πατέρας μου έπαιξε ποδόσφαιρο, μπορεί να μην έφτασε να αγωνιστεί σε υψηλό επίπεδο, σε κάποια μεγάλη ομάδα, ήταν πάντως πολύ εύκολο να βάλει στα αγόρια της οικογένειας το μικρόβιο της μπάλας. Οι δύο αδερφοί μου ακόμη παίζουν ποδόσφαιρο σε χαμηλές κατηγορίες στην Πορτογαλία».
– Εσύ είσαι το τρίτο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας με επτά παιδιά;
«Σωστά, τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια. Η Μαρία Βιέιρα, η μητέρα μου, δεν μας κυνηγούσε, γιατί παίζαμε μπάλα απέναντι από το σπίτι. Όμως, δεν μας χάριζε, έβαζε διαρκώς τις φωνές και έτρωγα πολύ ξύλο, αλλά όπως και ο πατέρας μου ο Ζοάο Φρέιτας ήξεραν ότι αγαπάμε το ποδόσφαιρο».
– Πού πρωτοέπαιξες μπάλα;
«Στην Γκόντσα ένα χωριό 7-8 χιλιόμετρα έξω από την πόλη του Γκιμαράες έκανα τα πρώτα μου σουτ, εκεί ήρθε κάποια μέρα ο μίστερ Ρόλα, δούλευε τότε για την Βιτόρια Γκιμαράες και με είδε σ’ ένα διάλειμμα στο σχολείο να παίζω ποδόσφαιρο».
– Δε θα του ήταν δύσκολο να σε εντοπίσει ανάμεσα σε δεκάδες παιδιά της ηλικίας του.
«Η δουλειά του ήταν να γυρίζει στα χωριά και να ανακαλύπτει ταλέντα. Ευτυχώς, ήρθε και στο χωριό μου και με είδε… Πήγα στην Γκιμαράες και από εκεί στην Πόρτο. Πήρα μεταγραφή μαζί με τον φίλο μου, τον Μάρσιο Σόουζα (σ.σ. ο “Maradona”, όπως τον είχε «βαπτίσει» ο Ζοζέ Μουρίνιο), είχαν δώσει στην Γκιμαράες έναν παίκτη για την πρώτη ομάδα και κάποια χρήματα για να μας αγοράσουν».
– Όλα αυτά στις αρχές της δεκαετίας του 2000, σε μια χώρα που ετοιμαζόταν να διοργανώσει το Euro του 2004.
«Με βοήθησε πολύ η Γκιμαράες, έβαλα σωστές βάσεις, έπαιζα σε χόρτο, η η Βιτόρια διέθετε το καλύτερο προπονητικό κέντρο το οποίο επέλεξαν αρκετές εθνικές ομάδες, αλλά άσε ας μη μιλάμε άλλο για εκείνο το Euro…».
– Σας πλήγωσε πολύ όλους τους Πορτογάλους το δικό μας Euro.
«Μια ολόκληρη χώρα περιμέναμε να κατακτήσουμε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Όμως, η εθνική Ελλάδας είχε διαφορετική άποψη».
– Πού είχες δει τους αγώνες του Euro;
«Σαν οπαδός στο γήπεδο. Είχα δει όλα τα παιχνίδια και φυσικά τον τελικό».
– Και τι θυμάσαι από εκείνον τον τελικό;
«Τί θυμάμαι; Το γκολ με την κεφαλιά του Χαριστέα! Αυτό δύσκολα να το βγάλεις από το μυαλό όλων μας. Ήταν μια δύσκολη στιγμή, όχι μόνο για μένα, αλλά για όλη την Πορτογαλία. Είχαμε την ευκαιρία να κατακτήσουμε το Euro μέσα στο σπίτι μας, αλλά το καλό είναι ότι το πήρε η Ελλάδα και όχι κάποια άλλη χώρα, σήμερα είμαι εδώ, ζω εδώ, ενώ επίσης είναι καλό το ότι πριν από τρία χρόνια πήρα και εγώ το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα με την Πορτογαλία, οπότε αυτό μετριάζει λίγο όσα έζησα το 2004».
– Ήταν το δεύτερο Ευρωπαϊκό σου, μετά από αυτό με την under 17 το 2003.
«Είχαμε πολύ καλή ομάδα και κερδίσαμε 2-1 της Ισπανίας του Τσεσκ Φάμπρεγας και του Νταβίντ Σίλβα. Λίγους μήνες αργότερα, χωρίς να μάθουμε ποτέ το λόγο, πήγαμε και παίξαμε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Φινλανδίας, το οποίο κατέκτησε η Βραζιλία με το Λέο Μάτος στην σύνθεση της».
– Εκεί ήταν που πέτυχες το πιο όμορφο γκολ, ίσως, της καριέρας σου εναντίον του Καμερούν από τα 52 μέτρα απόσταση;
«Το πιο δύσκολο σίγουρα. Δεν βλέπεις κάθε μέρα ένα γκολ από τα 52 μέτρα, ωστόσο έχω πετύχει κι άλλα ωραία γκολ, θυμάμαι ένα με τη Βόλφσμπουργκ εναντίον της Φράιμπουργκ, πολλά στο πρώτο διάστημα μου στον ΠΑΟΚ, με τον Ολυμπιακό Βόλου, την ΑΕΚ, τη Φενέρμπαχτσε, τη Βιγιαρεάλ, αλλά εκείνο το γκολ θα το θυμάμαι.
– Λύσε μου μια απορία. Πως γίνεται ένα παιδί 16 ετών να έχει τη δύναμη να στείλει την μπάλα από τα 52 μέτρα στα δίχτυα, όταν άλλα παιδιά στην ηλικία αυτή δεν μπορούν να σουτάρουν στα δύο και τα τρία μέτρα;
«Φίλε, όλο το μυστικό είναι προπόνηση. Δεν αφήσαμε τζαμαρία για τζαμαρία μαζί με τον Μάρσιο (σ.σ. Σόουζα) τα πρώτα χρόνια στην Γκιμαράες. Κι αυτός έχει βάλει μερικά πολύ εντυπωσιακά γκολ από μακρινή απόσταση».
Ο τζέντλεμαν Φίγκο και η Πόρτο
Λίγες μέρες αργότερα η «AS» έγραφε σε ολοσέλιδο αφιέρωμά της: «Ο νέος Φίγκο»! H σύγκριση με τον ήρωα των παιδικών του χρόνων, το ίνδαλμά του, τον έκανε να… κοκκινίζει και να φωτογραφίζεται για τις ανάγκες της ισπανικής εφημερίδας με τη φανέλα της Real Madrid. . «Ήταν και συνεχίζει να είναι κύριος σ’ όλα του. Πρότυπο. Τον χάζευα στην τηλεόραση και προσπαθούσα να αντιγράψω τις κινήσεις του στο γήπεδο».
Πάντως, τα πρώτα χρόνια στην Πόρτο ήταν δύσκολα, ανηφορικά, με ελάχιστες ευκαιρίες, έναν εξάμηνο δανεισμό στην FC Marco (έπαιξε 15 παιχνίδια πετυχαίνοντας 4 γκολ στο πρωτάθλημα της Β΄ κατηγορίας) που τον πήγε πίσω, αν και το καλοκαίρι του 2005, είχε κάνει πολύ καλή προετοιμασία και φοβερές εμφανίσεις σε μεγάλα τουρνουά απέναντι σε Manchester United και Inter, με την πρώτη ομάδα και τον Ολλανδό Co Adriaanse στον πάγκο της.
– Γιατί δεν πήγαν καλά τα πράγματα στην Πόρτο;
«Δυστυχώς η Πόρτο δεν κοίταζε ποτέ τους παίκτες των ακαδημιών της. Δεν ήθελαν και συνεχίζουν να μη θέλουν να δουλέψουν με τους μικρούς. Δεν τους ενδιαφέρει. Στόχους τους είναι μόνο να βγάζουν χρήματα από τις μεταγραφές και τις πωλήσεις. Τα τελευταία χρόνια η Σπόρτινγκ και η Μπενφίκα έχουν αλλάξει τον τρόπο σκέψης για τις ακαδημίες, αλλά η Πόρτο επιμένει στην ίδια τακτική παρότι έχει ποιότητα στις ακαδημίες της. Δεν έχουν υπομονή. Ο τελευταίος παίκτης που έβγαλαν είναι ο Σέρτζιο Ολιβέιρα».
– Οπότε ήταν δύσκολο ένας νεαρός ποδοσφαιριστής να γίνει βασικός σε μια ομάδα που μεσουρανούσε εντός και εκτός των συνόρων.
«Ο Ρουί Μπάρος, που είχε αντικαταστήσει τον Κο Αντριάνσε, με έβαλε βασικό στον τελικό του Σούπερ Καπ, όπου πέτυχα ένα γκολ, ήρθε ο Ζεζουάλντο Φερέιρα και ουσιαστικά περίμενα την ευκαιρία μου. Αυτή η ευκαιρία δεν ήρθε ποτέ, μάλιστα η διοίκηση με κράτησε για να μάθω πως λειτουργεί η ομάδα, πως είναι τα αποδυτήρια, ενώ κάποια στιγμή μου είπαν ότι πρέπει να φύγω δανεικός».
– Αλήθεια, γιατί δεν πήγες δανεικός στην Γκιμαράες και κατέληξες στη Λεϊσόες;
«Στράβωσαν τα πράγματα μετά από μια συνέντευξη που είχα δώσει στη Γαλλία, όπου ήμουν με την εθνική U21 στο τουρνουά της Τουλόν. “Φυσικά, θέλω να επιστρέψω στην ομάδα που αγαπάω από μικρό παιδί, αλλά θέλω να έχω την ευκαιρία να παίξω και να δείξω ποιος είμαι”, είχα πει, αλλά μετά από εκείνες τις δηλώσεις ο προπονητής της Βιτόρια θεώρησε πως έβλεπα το δανεισμό μου απλά ως ένα σκαλοπάτι στην καριέρα μου και τίποτα περισσότερο. Δεν ήταν η αλήθεια. Πήγα στη Λεϊσόες και πως τα φέρνει η ζωή σκόραρα εναντίον τους, το πανηγύρισα έξαλλα γιατί με έβριζαν σε όλο το παιχνίδι και οι οπαδοί της Γκιμαράες, που είναι το ίδιο τρελοί μ’ αυτούς του ΠΑΟΚ, κόντεψαν να βάλουν φωτιά το πατρικό σπίτι μου στην Γκόντσα».
– Δεν άλλαξαν, πάντως, τα συναισθήματά σου για την Γκιμαράες;
«Η Γκιμαράες είναι η ομάδα που αγαπάω, θα είμαι για πάντα οπαδός της, μόνο άσπρο και μαύρο υπάρχει στη ζωή μου! Αυτή η αγάπη δε θα αλλάξει ποτέ».
Ο ΠΑΟΚ και ο έρωτας με την πρώτη ματιά
Ο Αντρέ μέχρι τα 22 του δεν ήξερε κατά που πέφτει η Θεσσαλονίκη και τι είναι ο ΠΑΟΚ. Όλα έγιναν εντελώς ξαφνικά το καλοκαίρι του 2008, ενώ έκανε διακοπές στο Αλγκάβρε. Το κινητό του χτύπησε και στην άλλη άκρη ήταν ο τεχνικός διευθυντής της Futebol Clube do Porto και σήμερα της Paris Saint Germain, ο Antero Henrique.
– Θυμάσαι τα λόγια του στο τηλέφωνο;
«Το μόνο που μου είπε ήταν “αύριο πρέπει να είσαι στο γραφείο μου, γιατί υπάρχει ένας Πορτογάλος προπονητής στο εξωτερικό, που σε θέλει στην ομάδα του”. Τίποτα άλλο. Μπήκα στο αυτοκίνητο και το άλλο πρωί ήμουν στο γραφείο του στο Πόρτο. Σχημάτισε το νούμερο και μου έδωσε το τηλέφωνο. «Μίλα, είναι ο προπονητής που σε θέλει στην ομάδα του…», μου είπε.
– Ποιος ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής;
«Ο Φερνάντο Σάντος. Θυμάμαι μου είχε πει, “μου αρέσεις σαν παίκτης, σε ξέρω και σε θέλω, έχουμε συμφωνήσει για το δανεισμό σου, εσύ τι θέλεις”, τι να θέλω μίστερ, θέλω να παίζω του απάντησα… Πάντως, εγώ τον έδιωξα τον μίστερ από την Μπενφίκα. Αν δεν είχαμε έρθει ισόπαλοι 1-1 με τη Λεισόες ένα χρόνο πριν στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος, ίσως να μην είχε έρθει τότε στον ΠΑΟΚ».
– Και έρχεσαι στον ΠΑΟΚ δίχως να ξέρεις τίποτα άλλο για την ομάδα.
«Ήταν δύσκολα. Έφευγα για πρώτη φορά από το σπίτι μου, αλλά όπως μου είχαν πει οι δικοί μου έπρεπε να κυνηγήσω το όνειρό μου. Δεν το μετάνιωσα. Πήρα έναν δικηγόρο μαζί και ταξιδέψαμε για τη Θεσσαλονίκη χωρίς να έχω προλάβει να μάθω και πολλά για την ομάδα».
– Ποιες ήταν οι πρώτες εικόνες;
«Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη και η πρώτη εικόνα δεν ήταν η καλύτερη. Κανείς από την ομάδα δεν με περίμενε στο αεροδρόμιο. Το σοκ συνεχίστηκε στο ξενοδοχείο, όπου είχαν κλείσει δωμάτιο για το δικηγόρο, όχι όμως και για μένα. Μαθαίνεις από τέτοια πράγματα, γίνεσαι ακόμη πιο σκληρός, αλλά όντως ήταν δύσκολες στιγμές, ήμουν σε μια ξένη χώρα, δεν ήξερα κανέναν, δεν μιλούσα τότε αγγλικά, καλά για ελληνικά δεν το συζητάω, στην Πορτογαλία όταν δεν μιλάμε και δεν καταλαβαίνουμε τι λέει ο συνομιλητής μας, λέμε… “ελληνικά μιλάς”, τα ελληνικά μας μοιάζουν με… κινέζικα».
– Πολύ γρήγορα θα πρέπει να άλλαξε η άποψη σου για τον ΠΑΟΚ και τη Θεσσαλονίκη.
«Ξύπνησα στις 6.30 το πρωί γιατί στις 7 έπρεπε να ήμουν στην κλινική για να περάσω από ιατρικές εξετάσεις, αυτό όμως που δεν πρόκειται να ξεχάσω είναι η πρώτη προπόνηση. Μπαίνοντας στο γήπεδο και βλέποντας 15.000 κόσμο, κατάλαβα τι σημαίνει ΠΑΟΚ, μέχρι τότε δεν μπορούσα να φανταστώ το μέγεθος της ομάδας, αν και μου είχαν πει τι επρόκειτο να συμβεί το απόγευμα. Όμως, δεν είχα στο μυαλό αυτό που αντίκρισα. Είπα από μέσα μου, “πώς γίνεται να μην αγαπάς αυτή την ομάδα”, μέχρι τότε στην Πορτογαλία μόνο στα ντέρμπι είχα δει τόσο κόσμο και εδώ το έβλεπα στην πρώτη προπόνηση της σεζόν. Ένιωθα ότι είχα έρθει σε μια μεγάλη ομάδα».
– Κάπως έτσι ξεκίνησε και η συνύπαρξή σου στα αποδυτήρια της Τούμπας, με τον Σάντος, τον συμπατριώτη σου τον Κονσεϊσάο, τον Γκαρσία, τον Κοντρέρας, τον Λίνο και τα υπόλοιπα αστέρια εκείνης της σπουδαίας ομάδας.
«Ήταν δύσκολα! Δεν είναι όπως τώρα, τότε λέγαμε “κύριε Σάντος, κύριε Κονσεϊσάο, κύριε Γκαρσία”, υπήρχε ένας διαφορετικός σεβασμός, αυτός που έπρεπε και επέβαλαν η εποχή και τα πρόσωπα. Το είχα βιώσει και στα αποδυτήρια της Πόρτο, με τον Μουρίνιο, τον Ντέκο τον Μανίς, τον Ζόρζε Κόστα. Δεν τολμούσες να μιλήσεις. Το κεφάλι κάτω και μόνο όταν σε ρωτούσαν κάτι το σήκωνες για να απαντήσεις. Τι να έλεγα στον Σέρτζιο Κονσεϊσάο, που είχα την αφίσα του, μαζί με του Λουίς Φίγκο, στο δωμάτιο μου…».
– Ποια ήταν η επιρροή του Φερνάντο Σάντος στην καριέρα σου;
«Ο μίστερ μου έδωσε ξανά την ευκαιρία να χαρώ που παίζω μπάλα. Είχα χάσει αυτό το συναίσθημα, αυτή την αγάπη για το ποδόσφαιρο. Στις προπονήσεις με την Πόρτο είχα γίνει το παιδί για κάθε θέση. Πότε δεξί χαφ, πότε αριστερό μπακ, όπου υπήρχε κενό οι προπονητές έστελναν εμένα να το καλύψω. Δεν ήταν αυτό που ήθελα στην καριέρα μου, ευτυχώς αυτό το κάτι άλλο, το βρήκα στον ΠΑΟΚ με τον Σάντος. Με εμπιστεύτηκε, με πίστεψε ακόμη κι όταν με έβριζε στις προπονήσεις. Ευτυχώς, που οι Έλληνες δεν καταλαβαίνετε τα Πορτογαλικά, δε θα πιστεύατε αυτά που μου έλεγε, αλλά για μένα ήταν… πανεπιστήμιο. Γυρνούσα σπίτι και χτυπούσα τους τοίχους, γιατί με έβαζε τις φωνές στην προπόνηση, αλλά μου είχε μιλήσει και μου είχε εξηγήσει, ότι το κάνει γιατί με πιστεύει σαν έναν παίκτη που έχει ποιότητα και μπορεί να κάνει το κάτι παραπάνω, να κάνει μεγάλη καριέρα. Με πίεσε πολύ, με έφερε στα όρια μου, αλλά στο τέλος έβλεπα ότι ήξερε καλά τι κάνει μαζί μου, όσα πήρα από αυτόν με ακολούθησαν σ’ όλη μου τη μετέπειτα καριέρα».
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ