Τα τελευταία χρόνια η χρήση βερνικιών τζελ έχει διαδοθεί ιδιαίτερα καθώς οι γυναίκες δεν χρειάζεται να περιμένουν για ώρες ώστε να στεγνώσουν τα νύχια τους: Με τη βοήθεια ειδικής λάμπας υπεριώδους ακτινοβολίας, το βερνίκι στεγνώνει σε ένα λεπτό, ενώ έχει μεγάλη αντοχή και διάρκεια. Ωστόσο, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα πως οι ακτίνες αυτές μπορούν εύκολα να διαπεράσουν το δέρμα και να προκαλέσουν αλλοιώσεις στο DNA!
Η νέα έρευνα έρχεται από συνεργασία του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγο και του Πανεπιστήμιου στο Πίτσμπουργκ.
Σημειώνεται πως οι προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ελάχιστη ή και καμία σχέση μεταξύ των συσκευών αυτών και του καρκίνου του δέρματος, ωστόσο τα ευρήματα πλέον είναι ανησυχητικά. Ωστόσο, ένα άρθρο για μια γυναίκα που έκανε συχνά μανικιούρ με τζελ και διαγνώστηκε με μια σπάνια μορφή καρκίνου του δέρματος ήταν αρκετά για να ξεκινήσουν νέες μελέτες.
Ο επικεφαλής της μελέτης, Λούντμιλ Αλεξάντροφ, δήλωσε ότι τα ευρήματα δείχνουν πως η υπεριώδης ακτινοβολία των στεγνωτήρων νυχιών μπορεί να βλάψει το DNA ανθρώπων και ποντικιών με παρόμοιους τρόπους.
Χρησιμοποιώντας διαφορετικούς συνδυασμούς ανθρώπινων κυττάρων και κυττάρων ποντικιών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μία μόνο 20λεπτη συνεδρία με ένα στεγνωτήρα νυχιών, οδήγησε στο θάνατο το 30% των κυττάρων σε ένα τρυβλίο Petri.
Τρεις διαδοχικές 20λεπτες συνεδρίες ανέβασαν αυτό το ποσοστό στο 65% με 70%.
Παράλληλα, οι ερευνητές βρήκαν ενδείξεις μιτοχονδριακής βλάβης και βλάβης του DNA, καθώς και μεταλλάξεις που έχουν καταγραφεί σε ασθενείς με καρκίνο του δέρματος.
«Τα πειραματικά μας αποτελέσματα και τα προηγούμενα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα ότι η ακτινοβολία που εκπέμπεται από τους στεγνωτήρες νυχιών μπορεί να προκαλέσει καρκίνο στο χέρι και ότι όπως και μια συσκευή σολάριουμ, αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου του δέρματος», έγραψαν οι ερευνητές σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Communications».
Τέλος, προειδοποιούν ότι χρειάζεται μια μεγαλύτερη επιδημιολογική μελέτη προτού μπορέσουν να πουν με βεβαιότητα ότι η χρήση των συσκευών αυτών οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του δέρματος, προσθέτοντας ότι «είναι πιθανό τέτοιες μελέτες να χρειαστούν τουλάχιστον μια δεκαετία για να ολοκληρωθούν και να ενημερωθεί στη συνέχεια το ευρύ κοινό».