Κυριακή 13 Απριλίου 2003. Η μοίρα παίζει το πιο άσχημο παιχνίδι της. Η ζωή, δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο. Το απόγευμα εκείνης της μέρας, 21 μαθητές του Λυκείου Μακροχωρίου Ημαθίας, χάνουν τη ζωή τους στα Τέμπη.
Η Ελλάδα κλαίει για άλλη μια φορά, και από τα στόματα όλων ακούγεται μόνο μια φράση. «Γιατί Θεέ μου»; Είκοσι ένα 16χρονα «αγγελούδια» δεν μεγάλωσαν ποτέ, και για τους επιζήσαντες ο χρόνος σταμάτησε εκεί. Το λεωφορείο που μετέφερε μαθητές και καθηγητές, επέστρεφε από σχολική εκδρομή στην Αθήνα. Στο 386ο χιλιόμετρο της Παλαιάς Εθνικής Οδού Αθηνών – Θεσσαλονίκης, στην κοιλάδα των Τεμπών συγκρούεται με φορτηγό που μετέφερε νοβοπάν από τον Έβρο και οι μαθητές πεθαίνουν ακαριαία. Οι εικόνες σοκάρουν. Ο οδηγός της νταλίκας, το 2010 καταδικάστηκε σε κάθειρξη 15 ετών, και οι ιδιοκτήτες της νταλίκας και του εργοστασίου νοβοπάν από 4 μέχρι 14 χρόνια.
Ο «Τύπος Θεσσαλονίκης» επικοινώνησε με 38χρονο επιζώντα ο οποίος περιέγραψε τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε.
«Είδα τη νταλίκα να έρχεται, το πίσω μέρος του ρυμουλκούμενου έκανε την κλίση προς τα εμάς και άκουσα μια φωνή “μας έφαγε” χωρίς να είμαι σίγουρος ποιος ήταν αυτός που το είπε. Εγώ μετά ένιωσα έναν πόνο και λιποθύμησα για περίπου ένα τέταρτο. Από τη σύγκρουση έσπασα τον μηρό μου» είπε.
«Ρωτούσα συνεχώς για τη φίλη μου»
«Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, το πρόσωπό μου κοιτούσε τα βράχια και την καρέκλα δίπλα μου.
Σηκώθηκα και σύρθηκα γιατί δεν μπορούσα να περπατήσω. Με πήρε ένας φίλος μου και με πήγε απέναντι. Το πόδι μου είχε “κρεμάσει” και το κρατούσε το δέρμα.
Δεν μπορούσα να το πατήσω, σαν να έφυγε το κόκκαλο. Με πήγε απέναντι ο φίλος μου και με άφησε κάτω. Είπα ότι κρυώνω και μου έφερε κουβέρτα. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα μια συμμαθήτριά μου να είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση, και εν τέλει δεν κατάφερε να σωθεί» περιέγραψε.
Το σοκ που υπέστη, δεν του «επέτρεψε» να καταλάβει ότι επρόκειτο για πολύνεκρο δυστύχημα.
«Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να ενημερώσω τους γονείς μου. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να καταλάβω το μέγεθος της τραγωδίας, γιατί ήμουν σε σοκ. Από πίσω έκαιγαν μελαμίνες και είχε πάρα πολλή ησυχία εκείνη τη μέρα, δεν είχε ούτε αέρα.
Ο ήχος από το κάψιμο του ξύλου, εμένα με ανατρίχιασε. Τις επόμενες μέρες στο νοσοκομείο, ρωτούσα συνεχώς σε τι κατάσταση βρισκόταν η φίλη μου που την είχα δει σε άσχημη κατάσταση» είπε.
Λίγες μέρες αργότερα στο νοσοκομείο, αντιλήφθηκε τι ακριβώς συνέβη, διαβάζοντας τα ρεπορτάζ της εποχής.
«Μια μέρα άφησε ένας μια εφημερίδα δίπλα μου όταν ήμουν στο νοσοκομείο, και είδα 21 αγγελούδια σε λευκά φέρετρα και εκεί κατάλαβα το μέγεθος της τραγωδίας» είπε.
Όσον αφορά το αν η πολιτεία έπραξε όσα έπρεπε στη συνέχεια για να μην επαναληφθεί ανάλογη τραγωδία;
«Η δική μου γνώμη είναι ότι η πολιτεία μετά έκανε ό,τι έκανε για τα μάτια του κόσμου» σχολίασε. «Μας άφησαν τελείως μόνους. Μετά από έξι μήνες, εμείς που επιζήσαμε σταματήσαμε να βλέπουμε ακόμη και τους κοινωνικούς λειτουργούς, το κράτος δεν μας παρείχε ούτε αυτήν τη βοήθεια. Είχαν πει τότε ότι θα μας βοηθούσαν με τις πανελλαδικές να περάσουμε στη σχολή που θέλουμε, πράγμα το οποίο δεν έγινε. Είχε έρθει στη Βέροια η υπουργός της επόμενης κυβέρνησης, η επιτροπή των επιζώντων ζήτησε να έχουμε μια διευκόλυνση στις πανελλαδικές, και η απάντησή της ήταν ότι αν γίνονταν τέτοιες διευκολύνσεις κάθε φορά που είχαμε ατυχήματα, θα είχε περάσει η μισή Ελλάδα».
Οι γονείς του, δεν είχαν μάθει για τη σοβαρότητα του τροχαίου. Πήγαν στο σημείο, θεωρώντας ότι συνέβη ένα τροχαίο ατύχημα, με μερικουύς τραυματίες.
«Όταν είδαν οι γονείς μου το ατύχημα, ο πατέρας μου έπαθε σοκ. Ήρθαν στα Τέμπη χωρίς να έχουν δει τι ακριβώς συνέβη στην τηλεόραση, κι έτσι δεν είχαν αντιληφθεί το μέγεθος» είπε.
«Είμαστε ευλογημένοι που καταφέραμε να ζήσουμε. Με τα υπόλοιπα παιδιά έχουμε διατηρήσει μια σχέση. Το τροχαίο όμως δεν το αναφέρουμε πολύ. Στις συναντήσεις λέμε για τη ζωή μας πώς είναι σήμερα, λέμε τα νέα μας» συνέχισε ο 38χρονος.
Σήμερα, η Ελλάδα μετρά άλλους 57 νεκρούς στα Τέμπη, λόγω του πολύνεκρου δυστυχήματος τον Φεβρουάριο του 2023. Ο ίδιος, μιλώντας για το τι θα έλεγε σε κάποιον επιζώντα, είπε ότι «θα έλεγα ότι έχεις να ανέβεις μεγάλη ανηφόρα.
Ο δρόμος είναι δύσκολος επειδή δεν υπάρχει συμπαράσταση από το κράτος. Ό,τι και να πούμε για δικαίωση, τα παιδιά έχουν φύγει. Αυτά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, και γι’ αυτό κανείς δεν πρέπει να χάσει την επαφή του με τον Θεό. Θυμάμαι ότι μια φορά είδα μια μαμά που είχε χάσει το παιδί της το 2003, και αφού με αγκάλιασε, με είπε ότι με βλέπει σαν τον γιο της».
Το παιχνίδι που του έπαιξε η μοίρα, διαμόρφωσε όλη του τη ζωή. «Δεν μπόρεσα να ζήσω εφηβεία» είπε.
«Νιώθω ότι μεγάλωσα απότομα. Αυτό το περιστατικό όμως, με έκανε να γίνω σκληρός. Αυτό που έγινε με τα τρένα, με επηρέασε πάρα πολύ, και πέρασα έναν δύσκολο μήνα. Δεν κατάφερε να ξεφύγει το μυαλό μου. Από το 2003, όταν βλέπω αίμα, με πιάνει ένας πανικός».
Στην αρχή, όπως εξομολογήθηκε, ένιωθε θυμό για τον οδηγό της νταλίκας.
«Με τα χρόνια όμως κατάλαβα ότι ούτε αυτός ο άνθρωπος ήθελε να γίνει το τροχαίο. Γι’ αυτό το συμβάν φταίνε πολλοί. Σίγουρα έχει κι αυτός ευθύνη, αλλά φταίνε εξίσου και αυτοί που τα φόρτωσαν, το οδικό δίκτυο, οι έλεγχοι της αστυνομίας κλπ» ανέφερε.
«Εύχομαι να μη ζήσει κανείς αυτήν την εμπειρία σε οποιαδήποτε ηλικία. Είναι δύσκολη η εμπειρία και επηρεάζει τις ζωές άλλων. Σου αφήνει ένα κενό, μια στενοχώρια. Σε πιάνει αυτό το γιατί, το οποίο θα μας το απαντήσει ο Θεός».
Μετά τα όσα έζησε, ακριβώς 22 χρόνια πριν, το μήνυμά του είναι «να μην αφήνουμε τίποτα για αύριο».
«Να δείχνουμε στους ανθρώπους μας ότι τους αγαπάμε, να βοηθάμε όσους μπορούμε γιατί κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει» είπε.