H Αρχή για το Ξέπλυμα Χρήματος στην Αθήνα ανέσυρε προ ημερών έναν φάκελο που είχε τεθεί στο αρχείο. Η έρευνα αφορά τη μεταφορά ρωσικών χρημάτων σε μοναστήρια του Αγίου Όρους και το ιδιαίτερο είναι οτι συμπίπτει χρονικά με την ανάδειξη στις πρώτες εκλογές του κόμματος «Νίκη», το οποίο παραλίγο να μπει στη Βουλή συγκεντρώνοντας ποσοστό 2,92% και 170.000 ψήφους. Εώς το βράδυ της 21ης Μαΐου ο μικρός αυτός σχηματισμός με αρχηγό έναν θεολόγο στο Κιλκίς, ήταν άγνωστος στο ευρύ κοινό, όχι όμως σε εκκλησιαστικές οργανώσεις και μοναστήρια στη Βόρεια Ελλάδα.
Στο επίκεντρο της έρευνας για τα ρωσικά εμβάσματα στο Άγιον Όρος βρίσκεται η Μονή Φιλοθέου, η οποία ανήκει στο λεγόμενο μπλοκ των φιλο-ρωσικών μοναστηριών της αθωνικής πολιτείας. Το μοναστήρι σε ανακοίνωση την περασμένη εβδομάδα ανέφερε ότι δεν έχει καμία σχέση με το κόμμα «Νίκη» και ότι δεν εμπλέκεται στις εκλογές. Ο αδερφός του ηγούμενου της Μονής Φιλοθέου συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο της «Νίκης» (συγκέντρωσε λίγους σταυρούς) και αυτό από μόνο του επίσης δεν σημαίνει τίποτα.
Από την έρευνα του Magazine προκύπτει ότι η ιστορία ξεκινά αρκετούς μήνες νωρίτερα και έχει ορισμένα κινηματογραφικά στοιχεία: Μπλοκάρισμα ρωσικών εμβασμάτων προς τον Άθω, Αμερικανούς πράκτορες που επισκέπτονται τις Καρυές για «φιλική κουβέντα» με μοναχούς και τη de facto μεταφορά του πολέμου της Ουκρανίας σε ελληνικό έδαφος.
Ο φάκελος ανασύρθηκε από το αρχείο την περασμένη εβδομάδα. Η πρώτη αντίδραση πηγών εημέρωσης που βρίσκονται κοντά στην υπόθεση ήταν να παρατηρήσουν ότι το ενδιαφέρον της Αρχής για το Ξέπλυμα συμπίπτει χρονικά με την προσπάθεια της κυβέρνησης να ανακόψει τη διαρροή ψηφοφόρων προς μικρά κόμματα στο δεξιό άκρο του εκλογικού φάσματος, τα οποία αντλούν δύναμη από εκκλησιαστικές οργανώσεις και μοναστήρια. Η σχεδιαζόμενη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Άγιον Όρος τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος θεωρείται ότι είναι στην παραπάνω γραμμή (η επίσκεψη αναβλήθηκε το απόγευμα της Παρασκευής λόγω νόσησης του πρωθυπουργού από τον Covid19).
Η έρευνα της Αρχής, πάντως, αφορά συγκεκριμένα εμβάσματα, ορισμένα εκ των οποίων ξεπερνούν τις 100.000 ευρώ. Ως αποστολείς εμφανίζονται Ρώσοι ευσεβείς και Έλληνες ομογενείς που διατηρούν στενές σχέσεις με τη Μόσχα. Ορισμένοι εξ αυτών βρίσκονται στη λίστα των προσώπων στα οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις από τη Δύση μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, καθώς θεωρήθηκε ότι λειτουργούν ως «πορτοφόλια» του Πούτιν (βλ. Οι περιουσίες των Ρώσων που «παγώνουν» στην Ελλάδα, The Magazine, 20.3.2022).
Το Magazine καταλαβαίνει ότι ο αναλυτής που χειρίστηκε παλιότερα την ίδια υπόθεση, είχε εισηγηθεί την επέκταση της έρευνας με φορολογικούς ελέγχους και άλλες ενέργειες σε βάρος συγκεκριμένων προσώπων. Αυτό δεν είχε γίνει δεκτό κι έτσι ο φάκελος έκλεισε, την άνοιξη του 2021. Δεν είναι γνωστό το σκεπτικό με το οποίο ο σημερινός πρόεδρος της Αρχής για το Ξέπλυμα, επίτιμος εισαγγελικός λειτουργός Χαράλαμπος Βουρλιώτης, ζήτησε να ανοίξει ξανά ο φάκελος, όμως συνάγεται ότι θεωρήθηκε λάθος ο τρόπος με τον οποίο είχε κλείσει τότε η υπόθεση.
Το Magazine επικοινώνησε με τον Θέμη Σοφό, πληρεξούσιο δικηγόρο της Μονής Φιλοθέου. «Ως πληρεξούσιοι δικηγόροι της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους έχουμε ρητώς διαψεύσει τη συνεχιζόμενη και προδήλως κατευθυνόμενη συκοφαντία, ότι δήθεν η Ιερά Μονή ασχολείται με τις εθνικές εκλογές υποστηρίζοντας συγκεκριμένο κομματικό σχηματισμό, καθώς επίσης τις συκοφαντικές αναφορές σε δήθεν “ρόλο” της Μόσχας στα εσωτερικά της Ιεράς Μονής», σχολίασε ο κ. Σοφός.
Και πρόσθεσε: «Διαμηνύουμε προς πάσα κατεύθυνση ότι η ενάσκηση δημόσιας εξουσίας από δημόσιες Ανεξάρτητες Αρχές στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία και στο πλαίσιο των παρουσών περιστάσεων σε βάρος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, εκλαμβάνεται ως ευθεία απειλή και ενδεχόμενη, υπό προϋποθέσεις, κατάχρηση εξουσίας. Χαρακτηρισμοί προερχόμενοι από πρόσωπα που συνειδητά προσβάλλουν την Ιερότητα του έργου της Ιεράς Μονής ταύτης εντάσσονται στον ίδιο προγραμματισμό, που ενέχει, πέραν της προσβολής αυτής καθεαυτήν, διά της συκοφάντησης της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους, στοιχεία χειραγώγησης ενόψει των επικείμενων εθνικών εκλογών, με τις οποίες και πάλι τονίζουμε ότι ουδεμία σχέση έχει η Αγιότητα και Ιερότητα της Ιεράς Μονής».
ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ
Στο μεταξύ, ο πόλεμος στην Ουκρανία, δημιούργησε νέα δεδομένα. Η μεταφορά ρωσικών χρημάτων με τη μορφή δωρεών σε μοναστήρια του Αγίου Όρους προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Αμερικανικών Αρχών. Σύμφωνα με ασφαλείς πηγές, στις αρχές του έτους ένα κλιμάκιο Αμερικανών επισκέφτηκε διάφορες μονές του λεγόμενου φιλο-ρωσικού μπλοκ στον Άθω. Οι περιγραφές προς το Magazine αναφέρουν ότι οι Αμερικανοί εμφανίστηκαν στα μοναστήρια για «φιλική κουβέντα» (στις συναντήσεις χρησιμοποιήθηκε η καθησυχαστική λέξη “interview”), ρωτώντας τους μοναχούς για τις δωρεές που δέχονται από συγκεκριμένα πρόσωπα και ιδρύματα, πίσω από τα οποία φέρεται να βρίσκονται Ρώσοι ολιγάρχες και άνθρωποι κοντά στον Πούτιν.
Οι μοναχοί του φιλο-ρωσικού μπλοκ φέρεται να απάντησαν ότι ο ίδιος ο καταστατικός χάρτης του Αγίου Όρους προβλέπει το αυτοδιοίκητο των μοναστηριών, παρ’ όλα αυτά δεν έχουν να κρύψουν τίποτα. «Κρατάμε αναλυτικά βιβλία. Όλα τα χρήματα στα μοναστήρια είναι από δωρεές, δεν έχουμε πάρει ούτε ένα ευρώ από τη φορολόγηση των Ελλήνων πολιτών», λένε στο Άγιον Όρος κάθε φορά που ανοίγει το ίδιο θέμα.
Μετά τους Αμερικανούς πράκτορες, πάντως, ήταν οι τράπεζες. Το Magazine πληροφορείται ότι τον περασμένο Φεβρουάριο, μία ελληνική τράπεζα στην οποία διατηρεί λογαριασμό η Μονή Φιλοθέου, χτύπησε το «κόκκινο καμπανάκι». Από την αλληλογραφία μεταξύ της τράπεζας και του μοναστηριού φέρεται να προκύπτει ότι εντοπίστηκαν 12 ρωσικά εμβάσματα – ενδεικτικά, ύψους 50-100.000 ευρώ το καθένα – με αποστολείς φυσικά πρόσωπα, εταιρείες και ιδρύματα, τα οποία είτε βρίσκονται στη λίστα των κυρώσεων είτε συνδέονται με τα πρόσωπα στην ίδια λίστα.
Η αρχική εσωτερική συζήτηση στο μοναστήρι φέρεται να ήταν πως οι ίδιοι άνθρωποι «είναι ευσεβείς που κάνουν δωρεές και εκπληρώνουν τάματα» και πως «δεν γίνεται να κάνουμε σε μία μέρα αυτούς τους ανθρώπους εχθρούς», όπως ειπώθηε. Η επίσημη άποψη που τελικά επικράτησε, πάντως, ήταν η πλήρης συμμόρφωση με την οδηγία της τράπεζας κι επομένως η μη αποδοχή στο εξής των χρημάτων και δωρεών από τους συγκεκριμένους λογαριασμούς.