Πρόκειται για το ακίνητο των 3.172 τ.μ. επί της οδού Οινόης 67, το οποίο, αν και ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, εμφανίζεται πλέον στο Κτηματολόγιο ως ιδιοκτησία ιδιώτη, μέσα από μια αμφιλεγόμενη διαδικασία διόρθωσης εγγραφής και σειρά εικονικών δικαστικών αντιδικιών.
Ό,τι συμβαίνει εδώ, δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Είναι το πιο πρόσφατο επεισόδιο ενός ευρύτερου σχεδίου υφαρπαγής δημόσιων ακινήτων από οργανωμένα κυκλώματα, που εκμεταλλεύονται τα κενά του Κτηματολογίου, την αδράνεια του κράτους και τις παραλείψεις υπηρεσιών.
Το εν λόγω ακίνητο, το οποίο περικλείεται από τις οδούς Οινόης, Πανδώρας, Ζαμάνου και Χριστοφόρου Νέζερ, ανήκε από το 1938 στο ΠΙΚΠΑ, κατόπιν πέρασε στον ΕΟΚΦ, στη συνέχεια στο Υπουργείο Υγείας, στο Υπουργείο Εργασίας και από το 2023 στο νεοσύστατο Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας.

Το 2021, η τότε υπουργός Εργασίας παραχώρησε τη χρήση του ακινήτου στον Δήμο Γλυφάδας για τη δημιουργία βρεφονηπιακού σταθμού και ΚΔΑΠ για ΑμεΑ. Όμως, το έργο δεν προχώρησε ποτέ, καθώς το Κτηματολόγιο το εμφάνιζε ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» — το Δημόσιο δεν το είχε δηλώσει εγκαίρως στην κτηματογράφηση που ολοκληρώθηκε το 2017.
Αυτό το κενό ήταν αρκετό για να ξεκινήσει η επιχείρηση υφαρπαγής. Το 2023, μια γυναίκα εμφανίζεται και συντάσσει πράξη αποδοχής κληρονομιάς, βασισμένη σε ιδιόγραφη διαθήκη της μητέρας της από το… 1990, η οποία όμως δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 2023. Η διαθήκη φέρεται να μεταβιβάζει ένα ακίνητο που δεν είχε ποτέ δηλωθεί ή κατοχυρωθεί από την αποθανούσα, αλλά που –σύμφωνα με την κόρη της– είχε περιέλθει στην οικογένεια είτε μέσω άτυπης δωρεάς το 1965 είτε μέσω έκτακτης χρησικτησίας. Με αυτά τα «στοιχεία», η γυναίκα προσφεύγει στο Μονομελές Πρωτοδικείο και ζητά διόρθωση της εγγραφής στο Κτηματολόγιο, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί ως ιδιοκτήτρια.
Το Δημόσιο δεν παρενέβη στη διαδικασία, παρότι είχε κοινοποιηθεί η αίτηση. Έτσι, η απόφαση πέρασε χωρίς αντίλογο. Και ενώ η αναγνώριση της κυριότητας απορρίφθηκε από το Δικαστήριο επειδή δεν μπορεί να ζητηθεί από αυτή τη διαδικασία, το Κτηματολόγιο καταχώρησε την αλλαγή, εμφανίζοντας την ιδιώτη ως ιδιοκτήτρια — παρότι η ουσία της κυριότητας δεν κρίθηκε.
Και τότε εμφανίζεται ένας δεύτερος διεκδικητής. Ένας ακόμη ιδιώτης, φαινομενικά «ανταγωνιστής», που καταθέτει αγωγή κατά της πρώτης, ζητώντας να αναγνωριστεί ως ο αληθινός ιδιοκτήτης, γιατί κι εκείνος… «ξέχασε να δηλώσει» το ακίνητο. Το σενάριο είναι γνώριμο: η σύγκρουση είναι προσχηματική. Στόχος δεν είναι να κερδίσει ο ένας ή ο άλλος, αλλά να εκδοθεί οποιαδήποτε δικαστική απόφαση αναγνώρισης κυριότητας με δεδικασμένο. Από εκεί και μετά, ο «νικητής» μπορεί να μεταβιβάσει το ακίνητο σε τρίτο πρόσωπο χωρίς νομικά εμπόδια.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο συγκεκριμένος δεύτερος διεκδικητής είναι το ίδιο πρόσωπο που εμφανίζεται και στην υπόθεση του οικοπέδου της Τσιτσάνη 2, στο ίδιο σενάριο: οικόπεδο «ορφανό», χρησικτησία, αμφισβήτηση, εικονική αντιδικία. Η επανάληψη του ίδιου μοτίβου με τα ίδια πρόσωπα αποκαλύπτει κύκλωμα. Ένα δίκτυο που κινείται μεθοδικά και επιχειρεί να αποκτήσει «καθαρούς» τίτλους μέσω εικονικών δικών. Όλα γίνονται με ψυχρή νομική τεχνική και ακρίβεια.
Ο Δήμος Γλυφάδας, μόλις αντιλήφθηκε τι συνέβαινε, απευθύνθηκε στο Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, ζητώντας να προστατευτεί το ακίνητο. Το Υπουργείο όμως δήλωσε ανέτοιμο να ενεργήσει, επικαλούμενο έλλειψη υπηρεσιακής δομής, αφού είναι νεοσύστατο. Τελικά, ο Δήμος κατέθεσε αγωγή ζητώντας να αναγνωριστεί η κυριότητα του Δημοσίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Δήμος Γλυφάδας προτίθεται να υποβάλει και μηνυτήρια αναφορά για την υπόθεση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, στην οποία θα περιληφθεί και το προηγούμενο περιστατικό της οδού Τσιτσάνη 2.
Το mondus operandi
Η υπόθεση της Οινόης 67 φαίνεται πως είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Όπως λένε καλά πληροφορημένες πηγές, παρόμοια σχήματα εξελίσσονται σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπου η κτηματογράφηση έχει ολοκληρωθεί και το Δημόσιο αδυνατεί να εντοπίσει εγκαίρως τα ακίνητά του.
Αυτό που επιδιώκουν τα κυκλώματα είναι απλό, αλλά αποτελεσματικό: εντοπίζουν ακίνητα που έχουν καταχωρηθεί στο Κτηματολόγιο ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», συνήθως επειδή το Δημόσιο αμέλησε να τα δηλώσει. Στη συνέχεια, εμφανίζεται ένα πρόσωπο που επικαλείται χρησικτησία και ζητά τη διόρθωση της εγγραφής. Ακολουθεί μια δεύτερη «αντίθετη» αγωγή από άλλο πρόσωπο, φαινομενικά ανταγωνιστή, ώστε να προκληθεί μία δικαστική απόφαση που θα αναγνωρίσει την κυριότητα σε έναν από τους δύο – δεν έχει σημασία ποιον, αρκεί να υπάρχει δεδικασμένο.
Η υπόθεση δεν καταλήγει απλώς σε διαγραφή της ένδειξης «άγνωστου ιδιοκτήτη» αλλά σε νόμιμο τίτλο, πάνω στον οποίο μπορεί πλέον να βασιστεί κάθε μελλοντική πώληση. Έτσι, το ακίνητο φεύγει από τα χέρια του Δημοσίου χωρίς το Δημόσιο να το καταλάβει καν. Όλα γίνονται με ψυχρότητα, μεθοδικότητα και, κυρίως, με την κάλυψη που προσφέρει ένας δικαστικός τίτλος βασισμένος στη χρησικτησία.