Πάντα είχες τη μαγική δύναμη να με διαβάζεις. Διάβαζες το βλέμμα μου, τα λόγια μου, τις γκριμάτσες και τα νεύματά μου. Είχες την ικανότητα να μεταφράζεις ακόμα και τη σιωπή μου. Ήξερες γιατί ήμουν στεναχωρημένη, λυπημένη, κατσούφα. Γνώριζες πολύ καλά πότε γελούσα με την καρδιά μου και πότε το χαμόγελό μου ήταν απλά η μάσκα μου κι η άμυνά μου. Αφέθηκα ολοκληρωτικά και καθολικά σε σένα. Αφέθηκα τόσο που κατάφερες και τρύπωσες σε κάθε κρυφή πτυχή του εαυτού μου -κι ας με θεωρείς αρκετά εγωίστρια για να το παραδεχτώ αυτό. Τρύπωσες μέσα μου και ανακάλυψες τα όριά μου. Όλα εκτός των ορίων της υπομονής και της ανοχής μου.
Πίστευες πως η υπομονή μου είναι ατέλειωτη, αέναη, ανεξάντλητη, γι’ αυτό μάλλον συνήθιζες να με παινεύεις γι’ αυτή. Έτσι, φεύγοντας απ’ τη ζωή μου είπες να τη δοκιμάσεις συνειδητά ή μη. Η φυγή σου θα γινόταν το δικό μου τεστ αντοχής. Τρόπος του λέγειν φυγή. Γιατί ποτέ δεν κατάφερες να φύγεις. Κι αυτό φάνηκε απ’ τα δεκάδες μηνύματα που έστελνες, ενώ είχες πάρει τις αποφάσεις σου, απ’ τα μεταμεσονύκτια τηλέφωνα, απ’ τα λόγια τα σπουδαία και τα μεγάλου του τύπου «Ποτέ δε θα χωρίσουμε εμείς» ή«Κάποια στιγμή θα είμαστε ξανά μαζί». Δεν το λέω για να με δικαιολογήσω, αλλά άνθρωπος είμαι κι εγώ κι ήταν φυσικό κι επόμενο να γοητευτώ, να αρχίσω να ελπίζω ξανά και τελικά να βρεθώ σε κατάσταση αναμονής.
Περίμενα πια την οποιαδήποτε κίνησή σου. Περίμενα να με αναζητήσεις μέσα από γνωστούς και φίλους, να με πάρεις τηλέφωνο για να βρεθούμε στα κρυφά σαν λαθραίο ζευγαράκι. Πείστηκα, δυστυχώς, πως έτσι μας έδινα το χρόνο που χρειαζόμαστε για να ανακάμψουμε. Πάντα πίστευα πως το κάθε τι για να συμβεί χρειάζεται το δικό του χρόνο. Έτσι πίστεψα και σε εμάς. Το έβλεπα περισσότερο σαν παιχνίδι, παρά σαν μια αναμονή γι’ αυτό και το απολάμβανα ως ένα σημείο.
Όμως, αγάπη μου, τα παιχνίδια έχουν αρχή και τέλος. Όλα έχουν αρχή και τέλος. Και σ’ αυτό το σημείο της ιστορίας ήρθε η ώρα να γραφεί το δικό μας τέλος. Το οριστικό. Και αυτό το τέλος θα είναι γραμμένο και υπογεγραμμένο από εμένα την ίδια. Σηματοδοτείται και συμπίπτει με το τέλος της υπομονής και της ανοχής μου. Ως εδώ ήταν τα όριά μου. Κουράστηκα πια.
Κουράστηκα να ποντάρω τις ελπίδες μου στα λόγια σου. Κουράστηκα να σε βγάζω αθώο για κάθε τι που γινόταν. Αγανάκτησα με την απάθειά σου. Υπέφερα με την αδυναμία σου να πάρεις στα χέρια σου τη ζωή σου και να κάνεις βήματα μπροστά. Να κάνεις βήματα για ‘μας. Ένα βήμα πιο κοντά στην ευτυχία μας. Επέτρεψες με την στάση σου να βρίσκομαι κι εγώ μετέωρη μαζί σου. Τέρμα, όμως! Εγώ θέλω να πατάω στη Γη και να ξέρω τι μου γίνεται. Κι αυτό με εσένα δε θα μπορούσα να το ζήσω.
Έφυγα. Έφυγα γιατί εσύ δεν ερχόσουν προς τα εμένα, αλλά προς μια δική σου κατεύθυνση και δε με έπαιρνες μαζί σου συνοδοιπόρο. Έφυγα γιατί δεν άντεξα να βρίσκομαι συνεχώς στην τσίτα αναμένοντας τη στιγμή που θα χτυπούσες αποφασιστικά την πόρτα μου με τη σιγουριά ότι ήρθες για να μείνεις. Έφυγα για να σώσω έστω και στο μυαλό μου ό,τι καλό έμεινε από εμάς του δυο. Δε μας άξιζε αυτή η πορεία μετά το χωρισμό μας. Μας έφθειρε μέρα με τη μέρα. Δε έφυγα μόνο για ‘μένα. Έφυγα και για ‘σένα, μήπως καταφέρεις επιτέλους να ξυπνήσεις και να συνειδητοποιήσεις τι ψάχνεις, τι αναζητάς, πού θέλεις πραγματικά να πας.
Δεν έφυγα για να με κυνηγήσεις. Κι αν θες τη συμβουλή μου, καλύτερα να μη με ψάξεις. Μα ακόμη κι αν με ψάξεις να ξέρεις πως δε θα βρίσκομαι εκεί που με άφησες. Δώσαμε παράταση σε ένα παιχνίδι που είχε κριθεί ήδη πριν το ’90. Ας τελειώσει εδώ, λοιπόν, πριν να είναι κι άλλο αργά. Το νικητή θα το δείξει ο χρόνος. Προς το παρόν, game over!