Ο Τύμβος Καστά και η ανάγκη ανάδειξής του, ως μνημείο παγκόσμιου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, αποτέλεσε για τη Φωτεινή Αραμπατζή «ορόσημο» στην κοινοβουλευτική της δράση, από την πρώτη στιγμή, που εξελέγη Βουλευτής Σερρών, το 2012.
Όταν ακόμη σχεδόν κανείς πλην της αρχαιολόγου Κατερίνας Περιστέρη και της ανασκαφικής της ομάδας, δεν πίστευαν στο θησαυρό που κρύβει στα έγκατά της η Μακεδονική γη.
Από τότε ξεκίνησαν και οι «μάχες» που έδωσε και δίνει η Σερραία Βουλευτής για την χρηματοδότηση και ανάδειξή του.
Επί κυβέρνησης Αντώνη Σαμαρά και με Υπουργό Πολιτισμού τον Κώστα Τζαβάρα, όταν είχαν έρθει στο φως μόλις τα πρώτα 50 μέτρα του περιβόλου του μνημείου, η Φωτεινή Αραμπατζή έδωσε τον πρώτο αγώνα και τον κέρδισε, προκειμένου να δοθούν 50.000 € για την ανασκαφή. Αποτέλεσμα, να έρθουν στο φως από την αρχαιολογική σκαπάνη συνολικά τα 450 μέτρα του περιβόλου με τις χρηματοδοτήσεις από το Μακεδονίας Θράκης, την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, το Υπουργείο Πολιτισμού να συνεχίζονται μέχρι την ανάδειξη του οικουμενικού τάφου.
Δυστυχώς από το 2015 η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επιφύλαξε μια «μαύρη εποχή» για το μνημείο.
Τότε η Φωτεινή Αραμπατζή «ανέβασε στροφές» δίνοντας σκληρές μάχες μέσα και έξω από την Ελλάδα, στην ελληνική Βουλή και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για να παλέψει τις ιδεολογικές εμμονές και την συνειδητή προσπάθεια της Κυβέρνησης να απαξιώσει το μνημείο και να το καταδικάσει στη λήθη.
Πέντε φορές, στη διετία 2016 – 2018, η υποψήφια βουλευτής της ΝΔ έφερε στη Βουλή τους αρμόδιους Υπουργούς Πολιτισμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και τους ζήτησε επιτακτικά να απαντήσουν στις Επίκαιρες Ερωτήσεις της για τη συνέχιση των ανασκαφών, την ενίσχυση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Σερρών με προσωπικό προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες φρούρησης της ανασκαφής, την πορεία της χρηματοδότησης και την αναπτυξιακή προοπτική της Αμφίπολης, τον κίνδυνο απένταξης από το ΕΣΠΑ/ΣΕΣ 2014-2020 των έργων της Αμφίπολης, λόγω των προκλητικών καθυστερήσεων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Νίκος Ξυδάκης, Αριστείδης Μπαλτάς και Λυδία Κονιόρδου βρέθηκαν στο «κοινοβουλευτικό στόχαστρο» της Φωτεινής Αραμπατζή για την μνημειώδη εγκατάλειψη του μνημείου και τις εγκληματικές παραλείψεις τους, που καταδικάστηκαν από την ίδια την κοινωνία.
Γι’ αυτό, η Φωτεινή Αραμπατζή δεν αρκέστηκε στη συζήτηση που έγινε «εντός των τειχών», αλλά διεθνοποίησε το όλο ζήτημα τον Ιούνιο του 2016, μιλώντας και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την Αμφίπολη και τις λαμπρές ευκαιρίες, που δίνει για την ευρύτερη ανάπτυξη της περιοχής. Σ’ αυτή τη σημαντική εκδήλωση, που διοργάνωσε η Ευρωβουλευτής της ΝΔ Μαρία Σπυράκη είχε δίπλα της τις αρχαιολόγους Λίνα Μενδώνη και Κατερίνα Περιστέρη ενώ το παρών είχαν δώσει ο Δήμαρχος της περιοχής κ. Κώστας Μελίτος και ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Σερρών κ. Χρήστος Μέγκλας.
Για την Φωτεινή Αραμπατζή, η εγκατάλειψη του μνημείου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν συνειδητή πολιτική επιλογή, που όπως είπε στη Βουλή, στην πρόταση δυσπιστίας της ΝΔ για την Συμφωνία των Πρεσπών, είχε να κάνει και με το σχεδιασμό τους ως προς την επιζήμια συμφωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι επί ευρωπαϊκού εδάφους, στις 30 Ιουνίου 2016, είχε αναφέρει μεταξύ άλλων πως «ο αρχαιολογικός χώρος της Αμφίπολης αποτελεί μία ακόμα ηχηρή απάντηση για την Ελληνικότητα της Μακεδονίας απέναντι στις ανιστόρητες επιβουλές γειτονικών λαών, που επιδιώκουν να σφετεριστούν την Ιστορία και τον Πολιτισμό της Μακεδονίας».
Η ανάδειξη και η πολιτιστική και τουριστική αξιοποίηση της Αμφίπολης είναι για τη Φωτεινή Αραμπατζή ένα προσωπικό στοίχημα και ένας κορυφαίος πολιτικός στόχος για την επόμενη μέρα.
Στόχο που αποτελεί και προγραμματική προτεραιότητα της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, ότι θα είναι η Κυβέρνηση που θα σηκώσει την ταφόπλακα της λήθης του μνημείου
Σε όλες τις παρεμβάσεις της η Φωτεινή Αραμπατζή τονίζει ότι η Αμφίπολη δικαιούται και πρέπει να γίνει ο αδιαμφισβήτητος πόλος τουριστικής έλξης και ανάπτυξης τόσο του Νομού Σερρών αλλά και ολόκληρης της Μακεδονίας. Ένα νέο μοντέλο τουριστικού προορισμού, που θα συνδέσει μια κουλτούρα σύγχρονης φιλοξενίας με τη μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής, προσελκύοντας με τις κατάλληλες υποδομές, επενδύσεις, θέσεις εργασίας, πηγή εσόδων. Πάνω απ’ όλα αποτελώντας τον αδιάψευστο μάρτυρα της ελληνικότητας της Μακεδονίας.