Με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ έπεσε η αυλαία της δίκης για τη δολοφονία της 40χρονης Ενκελέιντα τον Μάιο του 2024 από τον εν διαστάσει σύζυγό της στο Μενίδι.
Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση, καθώς και για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Το δικαστήριο απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του, δεν έκανε δεκτό ότι το έγκλημα τελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, ούτε ότι υπήρχε μειωμένος καταλογισμός λόγω μέθης.
«Για να στοιχειοθετηθεί βρασμός ψυχικής ορμής απαιτείται ένα περιστατικό ακραίου συναισθήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε από ακραία ζήλια εξαιτίας της σχέσης που είχε η εν διαστάσει σύζυγός του με άλλο άνδρα», ανέφερε ο πρόεδρος του ΜΟΔ.
Σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος για μειωμένο καταλογισμό λόγω μέθης, ο πρόεδρος επεσήμανε πως ο δράστης ήταν «άνθρωπος βίαιος, επιθετικός, κτητικός, χωρίς συναισθηματική αντίληψη. Δεν θυμόταν σημαντικές ημερομηνίες, όπως γεννήσεις παιδιών, ενώ η πράξη του έδειξε σχεδιασμό και ακραία σκληρότητα. Αμέσως μόλις αντίκρισε το θύμα, επιτέθηκε και κατά τη σύλληψη φέρεται να είπε στον αστυνομικό: “καλά της έκανα”, δείχνοντας πλήρη επίγνωση των πράξεών του».

Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η 22χρονη κόρη του ζευγαριού, η οποία είχε δηλώσει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά του πατέρα της.
Η νεαρή περιέγραψε τη χρόνια βίαιη και την κακοποιητική συμπεριφορά του πατέρα της απέναντι στη μητέρα της, τις συνεχείς απειλές και την παρακολούθηση της οικογένειας. «Πάντα είχαμε θέματα στο σπίτι», είπε, «ο πατέρας μου ξυλοκοπούσε τη μητέρα μου, υπήρχαν διαρκείς φασαρίες και τσακωμοί. Θυμάμαι όλη την παιδική μου ηλικία γεμάτη από αυτά τα περιστατικά».

Πρόεδρος: Ήταν βίαιος, την χτυπούσε;
Κόρη: Ναι. Ζήλευε συνεχώς και έβρισκε προφάσεις για να τσακώνεται. Θυμάμαι μια φορά που πήγαμε στον παιδίατρο και τσακώθηκαν έντονα επειδή της είπε ότι η μπλούζα της ήταν προκλητική. Οι φωνές ακούγονταν τόσο δυνατά που μας έδιωξε ο παιδίατρος.
Η μάρτυρας τόνισε ότι ο πατέρας της έπινε αλκοόλ, έμεινε χωρίς δουλειά και οι τσακωμοί γίνονταν ολοένα πιο έντονοι. «Μετά το διαζύγιο το 2015, οι σχέσεις μας διακόπηκαν. Εκείνος έφυγε στην Αλβανία και δεν είχαμε επαφή για χρόνια», εξήγησε.
Όταν ο πατέρας της επέστρεψε, υπήρξε επανασύνδεση και για ένα-δυο χρόνια τα πράγματα φαίνονταν καλύτερα.
Πρόεδρος: Γιατί τον δέχθηκε πίσω η μητέρα σας;
Κόρη: Δεν μπορώ να ξέρω. Ήταν μόνη της με δύο παιδιά και είχε οικονομικά προβλήματα. Η μητέρα μου εργαζόταν σε ξενοδοχείο, ο πατέρας μου έκανε μεροκάματα στην οικοδομή. Όταν ένιωσε ότι η οικογένεια ξαναμπήκε σε σταθερή βάση, άρχισε πάλι να πίνει. Το αλκοόλ ήταν η παρέα του και άρχισαν οι τσακωμοί. Ένα χρόνο πριν το έγκλημα, η μητέρα μου τον έδιωξε ξανά από το σπίτι.
Πρόεδρος: Η μητέρα σας είχε άλλο σύντροφο;
Κόρη: Ναι.
Πρόεδρος: Το ήξερε ο πατέρας σας;
Κόρη: Προφανώς το είχε καταλάβει γιατί μας παρακολουθούσε. Τον είχαν πάει στο αστυνομικό τμήμα. Με είχε πάρει τηλέφωνο, τον είδαμε να μας ακολουθεί. Του έκλεισα το δρόμο με το αυτοκίνητο και τον ρώτησα γιατί μας παρακολουθεί.
Η 22χρονη περιέγραψε και περιστατικά βίας του παρελθόντος. «Είχε επιχειρήσει να τη σκοτώσει το 2013. Είχε μαχαίρι και της έλεγε ότι θα την σκοτώσει, χωρίς να είναι μεθυσμένος» είπε.
Σύνεδρος: Τον είδατε ποτέ να μην καταλαβαίνει τι κάνει;
Κόρη: Όχι, είχε πλήρη συνείδηση. Το αλκοόλ του έδινε θάρρος, αλλά δεν τον καθιστούσε αμέτοχο.
Η μάρτυρας πρόσθεσε ότι η ίδια φροντίζει τον εαυτό της και τον ανήλικο αδελφό της, ενώ τόνισε ότι πιθανές ψυχικές διαταραχές του πατέρα της δεν σχετίζονται με το έγκλημα. «Θυμάμαι να πηγαίνω στον παιδικό σταθμό και η μητέρα μου είχε γρατζουνιές στο λαιμό. Πάντα ήμουν το παιδί που έβλεπε τον πατέρα να χτυπάει τη μητέρα του. Η εμμονή και η ζήλια δεν ήταν συνέπεια του αλκοόλ. Αυτό ήταν το φυσιολογικό του», κατέληξε.
Στη δίκη κατέθεσε και ο αδελφός της Ενκελέιντα, ο οποίος περιέγραψε την κτητική και βίαιη συμπεριφορά του δράστη: «Θεωρούσε κτήμα του την αδελφή μου. Παντρεύτηκαν από έρωτα, αλλά πάντα είχαν τσακωμούς. Την τράβαγε στους δρόμους και της είχε βάλει το κεφάλι μέσα σε νερό με ασβέστη. Ερχόμουν στην Ελλάδα για να την προστατεύσω». Αναφέρθηκε επίσης σε περιστατικό όπου ο κατηγορούμενος κρατούσε μαχαίρι και απειλούσε ότι θα σκοτώσει όλους. «Μετά έλεγε ότι δεν θα το ξανακάνει. Ήταν κακός άνθρωπος και δεν τον ένοιαζε κανείς άλλος, ούτε τα παιδιά».
Στην απολογία του, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι γνώρισε το θύμα το 1997, παντρεύτηκαν μετά από δύο χρόνια και είχε συνεχείς καυγάδες μαζί της. «Δεν έχανα τελείως τον έλεγχο. Μετά τον χωρισμό έφυγα για την Αλβανία για τρία χρόνια. Όταν επέστρεψα, προσπαθήσαμε να επανασυνδεθούμε. Πήγα σε ψυχολόγο για το αλκοόλ, το έκοψα και επέστρεψα στην οικογένεια, αλλά τα προβλήματα επανήλθαν».
Αναφερόμενος στην ημέρα της δολοφονίας, είπε: «Της λέω, μπορεί να φωνάξεις τον άλλον να μιλήσουμε. Δεν ήξερα τι να κάνω, την αγαπούσα. Δεν θυμάμαι πώς σκότωσα τη γυναίκα. Μετά από δύο ημέρες κατάλαβα τι είχα κάνει. Ήμουν θολωμένος».
Πρόεδρος: Από πότε θυμάστε τι κάνατε;
Κατηγορούμενος: Το βράδυ που μου είπε ο αστυνομικός. Τα αγαπούσα πάρα πολύ τα παιδιά μου. Εγώ ζητάω συγγνώμη στα παιδιά μου, έχω τελειώσει, έχω πεθάνει. Τα παιδιά μου θέλω να είναι καλά.
Εισαγγελική πρόταση
Η εισαγγελέας της έδρας ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος με πλήρη καταλογισμό, εξηγώντας πως «ο κατηγορούμενος ήταν σε πλήρη διαύγεια. Είχε κτητική συμπεριφορά, υπέβαλε το θύμα σε χειροδικίες, ήταν επιθετικός και το τελευταίο διάστημα παρακολουθούσε τη γυναίκα του». Ανέφερε επίσης ότι είχε δει φωτογραφίες της με άλλο άνδρα, έστησε καρτέρι και τη μαχαίρωσε πολλαπλώς στον τράχηλο, την κοιλιά και τα πόδια.
Δείτε βίντεο ντοκουμέντα που αποτυπώνουν τις τελευταίες κινήσεις του 50χρονου δράστη: