Ακρόπολη: Η αποκατάσταση του εδάφους στα τεμένη της βόρειας πλευράς θα προστατεύσει τα θεμέλια του Αρρηφορίου, του Βορειοδυτικού Κτηρίου και κάποιων άλλων κτισμάτων, θα τα εξουδετερώσει όμως και ως ενδείξεις, δυστυχώς μόνες, της ύπαρξης αυτών των κτηρίων.
Το έργο της νέας διάστρωσης της κεντρικής οδού στην Ακρόπολη, αν και δεν έχει ολοκληρωθεί (ούτε κατά το ήμισυ), προκάλεσε ήδη πολλές πρόχειρες ή υπερβολικές αντιδράσεις βάσει ελλιπών στοιχείων, με αποτέλεσμα να πλεονάζουν οι γενικεύσεις και να απουσιάζουν οι εποικοδομητικές απόψεις ή προτάσεις (η επιστολή του συναδέλφου Τάσου Τανούλα, με τις ορισμένως χρήσιμες ή ενδιαφέρουσες και ευπρόσδεκτες παρατηρήσεις του, αποτελεί εξαίρεση). Πάντως, χάρις σε όλα αυτά, το υπό εξέλιξη έργο διεκδικεί κεντρική θέση στην τρέχουσα επικαιρότητα, πράγμα που δικαιολογεί μια έστω και περιληπτική περιγραφή του ήδη δημοσιευμένου ευρύτερου πλαισίου αρχαιολογικών δεδομένων ή διαπιστώσεων και προβλεπόμενων εργασιών* ως εξής:
H Ακρόπολη ήταν χωρισμένη με τοίχους σε τεμένη, τα οποία δεν επικοινωνούσαν παρά μόνον μέσω της παναθηναϊκής οδού και μιας άλλης στα βόρεια. Παρά το ακανόνιστο σχήμα της, τα τεμένη ήταν σχεδόν τετράγωνα ή τετράπλευρα, εντασσόμενα σε ένα σύστημα ίσων ή σχεδόν ίσων διαιρέσεων. Κάθε τέμενος διέθετε τη δική του ισοπέδωση (και υψομετρική στάθμη) παραγόμενη με επίχωση, αλλά και με οριζόντιο εκβραχισμό.
H τελική γαιώδης επίστρωση κάλυπτε τα επιχωμένα μέρη, αλλά και τα εκβραχισμένα. Κατά την κλασική εποχή οι μαρμάρινες υπαίθριες πλακοστρώσεις αποτελούσαν πολυτέλεια όχι άσχετη προς την ιερότητα: βόρεια αυλή Ερεχθείου, Τέμενος Αθηνάς Νίκης. Κατ’ εξαίρεση, στο τέμενος του Διός Πολιέως δεν έγινε εκβραχισμός – ίσως χάριν συμβολικής διατήρησης του κορυφαίου μέρους του βράχου. Το Άνδηρο του Παρθενώνος, μεγαλύτερο όλων, κατελάμβανε σχεδόν τη μισή Ακρόπολη. Τα απώτερα ανατολικά και νότια τμήματα αυτού του ανδήρου, προσχεδιασμένα όπως και τα βόρεια, ουδέποτε εκτελέσθηκαν.
Αλλά παρόμοιες γεωτεχνικές εκκρεμότητες υπάρχουν και σήμερα: η παρούσα επιφάνεια της Ακρόπολης δεν αντιστοιχεί σε καμιά αρχαία ή μεσαιωνική ιστορική φάση, αλλά είναι μόνον το τυχαίο αποτέλεσμα της Μεγάλης Ανασκαφής (1885-1890), επειδή μετά από αυτήν τα περισσότερα ορύγματα έμειναν ως είχαν, ενώ κατά τις δηλώσεις του Π. Καββαδία έπρεπε να πληρωθούν με εδαφικό υλικό, ώστε να αποκατασταθούν οι ισοπεδώσεις της κλασσικής εποχής.
Κύρια αίτια της εκκρεμότητας είναι οι μεγάλες καθυστερήσεις κατά την ετοιμασία των τελικών δημοσιεύσεων των ανασκαφικών ευρημάτων, η συνεχώς παρατεινόμενη ανάγκη επανεξέτασης των ανασκαφέντων, η κατάληψη μεγάλου μέρους του εδάφους από ογκώδεις σωρούς αρχαίων και άλλων λίθων ή κατά καιρούς από εργοτάξια των αναστηλωτικών προγραμμάτων και, δυστυχώς, η συνήθεια.
Θετικές πλευρές αυτής της κατάστασης είναι:
- Η δυνατότητα παρατήρησης της ανατομίας κατασκευών, που κανονικά δεν θα ήταν ορατή.
- Η δυνατότητα αισθητικής απόλαυσης της πλούσιας διάπλασης των φυσικών επιφανειών του βράχου.
Αρνητικές πλευρές είναι:
- Η συνεχής και ταχεία φθορά των κατά κανόνα ευτελών λίθων των θεμελίων των μνημείων, συμπεριλαμβανoμένoυ του τείχους.
- Η αδυναμία επιφανειακής απορροής των ομβρίων. Αντί αυτής τα νερά κατεισδύουν στις επιχώσεις, προκαλούν σοβαρότατες βλάβες στον βράχο, στα θεμέλια και στις επιχώσεις, οι οποίες με τη σειρά τους ασκούν πρόσθετες και μακροχρόνια επικίνδυνες πιέσεις στα τείχη.
- Η αδυναμία ικανοποιητικής χρήσης του χώρου για την κίνηση ή τη στάση των επισκεπτών και, τέλος,
- Η αποστέρηση των μνημείων από το κατάλληλο ή ακόμη και αναγκαίο για την ορθή θεώρησή τους πεδίον κίνησης ή στάσης.