Πάνω από τρία δισ. ευρώ τον χρόνο επενδύονται στη μάχη της εκπροσώπησης από τα ιδιωτικά συμφέροντα – Η ΕΕ επιχειρεί να θέσει φραγμούς στις ύποπτες συναλλαγές – Οι λομπίστες και πώς επηρεάζουν τις Βρυξέλλες
Η καχυποψία των πολιτών απέναντι στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. μόνο τυχαία δεν είναι. Ομως, αν υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη πως πολλά αποφασίζονται στις Βρυξέλλες ερήμην των πολιτών, τι θα έλεγαν αν ήξεραν την πλήρη πραγματικότητα που επικρατεί στα 4 τετραγωνικά χιλιόμετρα γύρω από την πλατεία Σουμάν της βελγικής πρωτεύουσας; Εκεί όπου εδρεύουν τα γραφεία της Επιτροπής, των Συμβουλίων των Υπουργών, το κτίριο και οι υπηρεσίες του Ευρωκοινοβουλίου. Σε πολύ κοντινή απόσταση έχουν πιάσει πόστο εκατοντάδες γραφεία εταιρειών λόμπι, με τις εκτιμήσεις να θέλουν τον αριθμό των ανθρώπων που απασχολούν να πλησιάζει στις 40.000, εκπροσωπώντας 12.653 εταιρικές οντότητες, με αποκλειστικό σκοπό την «εκπροσώπηση συμφερόντων». Αναδεικνύονται έτσι οι Βρυξέλλες το δεύτερο, μετά την Ουάσινγκτον, μεγαλύτερο διεθνές κέντρο δράσης των λομπιστών και των εταιρειών τους.
Πώς καταγράφεται αυτό σε δαπάνες των εταιρειών; 1,8 δισ. ευρώ τον χρόνο. Αν και ο «Economist» υπολογίζει τον πραγματικό ετήσιο τζίρο του ευρω-λόμπινγκ σε πάνω από 3 δισ. ευρώ. Χρήματα που, πέρα από μισθούς, μπορεί να αφορούν διαφήμιση, πληρωμένα γεύματα, μέχρι και λουξ ταξίδια, περνώντας στην γκρίζα ζώνη της ύποπτης συναλλαγής για τους ευρω-αξιωματούχους. Με τη λογοδοσία να παραμένει ουσιαστικά προαιρετική. Και τη διαφάνεια προβληματική.
Μιλάμε για εταιρείες εκπροσώπησης συμφερόντων παγκόσμιων κολοσσών ή υπερεθνικών επαγγελματικών ενώσεων μέχρι ΜΚΟ πολύ εξειδικευμένων αντικειμένων με ολόκληρο στρατό στελεχών, οι οποίοι στην καθημερινότητα των Βρυξελλών είναι απολύτως ευδιάκριτοι, καθώς μάχονται αδιάκοπα για να προωθήσουν τους στόχους τους. Με τη νόμιμη οδό των προγραμματισμένων συναντήσεων και επαφών με τους εκπροσώπους της πλευράς εκείνων που αποφασίζουν, αλλά και μέσα από κλειστές πόρτες. Κι άλλοτε με τη νομιμοφανή οδό των «τυχαίων» συναντήσεων, όπου ουδείς δίνει λόγο για οτιδήποτε συμβαίνει εκεί. Από τη μια, ευτυχώς, ορισμένες φορές που υπάρχουν οι λομπίστες για να προωθούνται ειλικρινώς τα συμφέροντα της κοινωνίας των πολιτών, όμως υπάρχουν πολλά που γίνονται εκτός πρωτοκόλλου.
Κάθε τρία χρόνια έλεγχος
Η Ε.Ε. έχει θορυβηθεί, υπήρξαν και τα κατά καιρούς σκάνδαλα από την ανεξέλεγκτη δράση των λομπιστών και έτσι ξεκίνησε να χτίζει άμυνες – διστακτικά και άτολμα. Πόσο αποτελεσματικές μπορεί να είναι αυτές όταν ο έλεγχος εξαντλείται στα τυπικά των υποχρεώσεων των εταιρειών και γίνεται κάθε τρία χρόνια; Και αν για πολλές είναι ξεκάθαρα τα πράγματα, υπάρχει και η θολή περιοχή των ΜΚΟ. Οπου συνωθούνται εταιρείες-οργανώσεις που ασχολούνται με δράσεις ευαισθητοποίησης, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η υποδοχή μεταναστών, η θεραπεία σπάνιων ασθενειών, η υποστήριξη ΑμεΑ, δίπλα σε μια μακρά λίστα από «περίεργες» ΜΚΟ. Παραδείγματα δεκάδες. Η Italian Union for Sustainable Palm Oil δηλώνει ότι κύριος στόχος της είναι η προώθηση του βιώσιμου φοινικέλαιου, όμως στα χρηματοδοτικά μέλη της συμπεριλαμβάνονται εταιρείες που πωλούν προϊόντα με βάση το φοινικέλαιο (Unigrà, Ferrero, Nestlé κ.ά.). Αλλες πάλι αλλάζουν καθεστώς εν μια νυκτί όταν αποκαλύπτονται οι χρηματοδότες τους.
«Πόλη μέσα στην πόλη»
Οι λομπίστες είναι λίγο περισσότεροι από το σύνολο του προσωπικού που εργάζεται στην Ε.Ε., αναλογούν περίπου 60 ανά ευρωβουλευτή. Οι μόνοι που τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες εξακολουθούν να κυκλοφορούν σε μια έρημη πόλη. Το ερώτημα δεν είναι τι ψάχνουν όλοι αυτοί. Θέλουν να επηρεάσουν τις αποφάσεις των οργάνων υπέρ των συμφερόντων που εκπροσωπούν.
Στην κορυφή της λίστας βρίσκονται οι Big Tech, Big Pharma και Big Energy γίγαντες, ανάμεσά τους οι Apple, Google, Meta, Bayer, Shell κ.ά., καθώς και βιομηχανικές ενώσεις όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικής Βιομηχανίας, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων και η Business Europe. Δηλώνουν ετήσιους προϋπολογισμούς λόμπινγκ ύψους αρκετών εκατομμυρίων ευρώ, ακόμη και διψήφιους.
Παρουσιάζοντας τα δεδομένα διαφάνειας της Ε.Ε., το Lobby Facts διαπιστώνει συνεχή αύξηση των δαπανών των μεγάλων εταιρειών για τις ανάγκες του λόμπινγκ. Και επιπλέον, ότι ο εταιρικός τομέας έχει πολύ μεγαλύτερο αποτύπωμα λόμπινγκ στις Βρυξέλλες απ’ ό,τι οι ομάδες δημοσίου συμφέροντος. Big Pharma και Big Tech, ειδικότερα, ενίσχυσαν σημαντικά τη δύναμη πυρός τους στο λόμπι στη διάρκεια της πανδημίας. Ηδη η Big Tech ξεπερνά την Big Energy στην κορυφή της κατάταξης του υψηλότερου δηλωθέντος προϋπολογισμού λόμπι της Ε.Ε., με έξι εταιρείες του κλάδου στην πρώτη 10άδα (Apple, Google, Meta, Microsoft, Qualcomm, Huawei) και μόνο δύο ενεργειακές (Shell, ExxonMobil) παρά την ενεργειακή κρίση.
Οι λομπίστες στην Ε.Ε. έχουν προνομιακή πρόσβαση στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων. Οι μεγαλύτερες οργανώσεις λόμπινγκ πραγματοποιούν εκατοντάδες συναντήσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε χρόνο. Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, οι βιομηχανίες όπλων έχουν επίσης εντείνει τις προσπάθειές τους για λόμπινγκ χρησιμοποιώντας την εύλογη αβεβαιότητα για να βελτιώσουν την εικόνα τους ως βασικός εταίρος ενίσχυσης της ασφάλειας. Αυτό όμως σημαίνει ότι η Ευρώπη, λόγω της δεδομένης αναγκαιότητας να ενισχύσει την αμυντική της βιομηχανία, ενδίδει στις πιέσεις των «οπλάδων»; Μάλλον απλοϊκή εξήγηση.
Στοιχεία ερευνών αναφέρουν ότι πάνω από το 70% λομπίστες για την Google και τη Meta έχουν προηγουμένως εργαστεί για ευρωπαϊκούς θεσμικούς και κυβερνητικούς φορείς. Από το υψηλόβαθμο προσωπικό της Επιτροπής και τους ευρωβουλευτές μέχρι βοηθούς και ασκούμενους, ο αριθμός όσων περνούν από την περιστρεφόμενη πόρτα των εταιρειών λόμπινγκ είναι απίστευτα υψηλός. Σύμφωνα με την «Corriere della Sera», 485 πρώην ευρωβουλευτές μετακινήθηκαν στο λόμπινγκ, ενώ 115 από τους λομπίστες μόνο της Google είναι πρώην πολιτικοί.
Ο διεθνής οργανισμός Transparency κατέγραψε πολλούς προ του 2014 επιτρόπους που κατόπιν προσελήφθησαν από εταιρείες, τράπεζες και ομάδες συμφερόντων. Κορυφαίοι, ο Πορτογάλος πρώην πρόεδρος της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο στην Goldman Sachs και ο Γερμανός πρώην επίτροπος Ενέργειας Γκίντερ Ετινγκερ με 12 θέσεις σε εταιρείες που κάνουν λόμπινγκ στις Βρυξέλλες, σύμφωνα με το «Spiegel». Ανάμεσά τους η κατασκευαστική Herrenknecht, το γαλλικό fund Amundi και εταιρείες συμβούλων (Deloitte, Kekst CNC). Είναι ένα θέμα από μόνο του. Μπήκε, όμως, ο κανόνας να μεσολαβεί μια τριετία για τη μεταπήδηση σε μια τέτοια θέση.
Το πρόβλημα δεν είναι καινούριο. Το λόμπινγκ είναι σύμφυτο με την ιστορία του κόσμου. Είναι όμως ο εσωστρεφής και γραφειοκρατικός χαρακτήρας της λειτουργίας των οργάνων της Ε.Ε. που έρχεται με καθυστέρηση να αντιληφθεί και να αντιμετωπίσει ουσιαστικά προβλήματα. Το λόμπινγκ στην Ε.Ε. δεν πρέπει να δαιμονοποιείται. Είναι αναγκαίο να υπάρχει ένας μηχανισμός διοχέτευσης πληροφοριών αλλά και θέσεων του ιδιωτικού τομέα. Η άσκηση επιρροής από τους λομπίστες αναγνωρίζεται ευρέως ως ένα ουσιαστικό εργαλείο για τις δημοκρατικές κοινωνίες, καθώς παρέχει τη δυνατότητα σε οργανώσεις και άτομα να συνεισφέρουν στη χάραξη πολιτικής και στη λήψη αποφάσεων. Ελλείψει όμως μηχανισμών διαφάνειας, το λόμπινγκ μπορεί να συνεπάγεται την άσκηση αθέμιτης επιρροής, ακόμη και διαφθορά.
Στις Βρυξέλλες μεγάλο μέρος του συστήματος εκπροσώπησης ιδιωτικών συμφερόντων λειτουργεί νομιμότατα. Με επιρροή ισχυρή, γιατί οι λομπίστες διαθέτουν τεχνογνωσία. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν έχουν επαρκές κατάλληλο προσωπικό για να εκπονήσουν μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Ετσι προκύπτει εξάρτηση από τα think tanks και άλλους ειδικούς. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν οι ιδέες, οι σχεδιασμοί και οι προτάσεις των λόμπι εμφανίζονται αργότερα αυτολεξεί σε επίσημα έγγραφα της Ενωσης.
Οι καταγγελίες για τους λομπίστες και τις μεθόδους τους έχουν επανειλημμένα αναδειχθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Το μοτίβο είναι δεδομένο: το προσωπικό της Κομισιόν, ανώτατοι αξιωματούχοι με παρεμβατικότητα στις αποφάσεις, επίτροποι ή διευθυντές τους, ευρωβουλευτές ή συνεργάτες τους λειτουργούν συχνά με γνώμονα την εξυπηρέτηση αλλότριων, κυρίως επιχειρηματικών, συμφερόντων. Είναι η σκοτεινή πλευρά της Ε.Ε. στην οποία οι αποφάσεις παίρνονται μακριά από το φως της δημοσιότητας.
Το σκάνδαλο Στράσερ
Η Ευρώπη είχε τις αφορμές να αφυπνιστεί και να αντιδράσει επιβάλλοντας πιο αποτελεσματικούς κανόνες διαφάνειας στο παιχνίδι. Το κάνει μεν πλέον, αλλά όχι και τόσο με ενθουσιώδη αποτελέσματα. Η πρώτη ηχηρή αφορμή προέκυψε με τον Αυστριακό ευρωβουλευτή Ερνστ Στράσερ, που καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση με την κατηγορία της διαφθοράς. Γιατί; Βρετανοί δημοσιογράφοι των «Sunday Times» τον προσέγγισαν τον Μάρτιο του 2011 για να προωθήσει τροπολογίες που θα ευνοούσαν ένα λόμπι, έναντι αμοιβής 100.000 ευρώ ετησίως. Ο Στράσερ αποδέχτηκε ασμένως την πρόταση. Λίγες εβδομάδες αργότερα βρέθηκε πρωταγωνιστής στο ντοκιμαντέρ «The Brussels Business» να παραδέχεται την πράξη του. Μια κρυφή κάμερα ήταν που τον έκαψε. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Το Μητρώο Διαφάνειας
Ευρωκοινοβούλιο και Κομισιόν δημιούργησαν τότε το Μητρώο Διαφάνειας της Ε.Ε., σε μια προσπάθεια να διασφαλιστεί η διαφάνεια στις δραστηριότητες των λόμπι. Το Συμβούλιο, με καθυστέρηση 10 ετών, προσχώρησε στο Μητρώο συνυπογράφοντας την επικαιροποιημένη Συμφωνία του 2021. Πιο εντατική έγινε η προσπάθεια μετά το Qatargate τον Δεκέμβριο του 2022. Και πάλι όμως ο δρόμος είναι μακρύς.
Αποκαλυπτική είναι η Ειδική Εκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου. Δημοσιοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες για την περίοδο 2019-2022. Βασικό συμπέρασμα; Το Μητρώο Διαφάνειας περιέχει τα βασικά στοιχεία που πρέπει να διέπουν ένα πλαίσιο λόμπινγκ, όμως στην πράξη αδυναμίες και κενά περιορίζουν τη διαφάνεια των δραστηριοτήτων αυτών.
Και πώς να γινόταν διαφορετικά όταν εξαρχής υφίσταται η παραδοχή ότι δεν υπάρχει καν ενιαίος ορισμός για το λόμπινγκ, αποδεκτός από τα διεθνή όργανα. Για τη λειτουργία της Συμφωνίας του 2021 παρατηρεί ότι ναι μεν καθιερώνει μηχανισμούς παρακολούθησης, αλλά όχι ειδικές υποχρεώσεις για τους λομπίστες ούτε κυρώσεις. Πολύ απλά γιατί η Συμφωνία δεν έχει τον χαρακτήρα νομοθετικής πράξης. Βεβαίως, οι παραβάτες των κανόνων ενδέχεται να διαγραφούν από το Μητρώο Διαφάνειας. Τι δείχνει όμως η πράξη; Οτι κατά μέσο όρο, μεταξύ 2019-2022 διαγράφονταν από το Μητρώο ετησίως 990 εκπρόσωποι συμφερόντων κυρίως λόγω μη έγκαιρης επικαιροποίησης της εγγραφής τους και μόλις 6 έπειτα από καταγγελίες και σχετικές έρευνες.