Με υπέρμετρη αισιοδοξία άνοιξαν από το πρωί τα εμπορικά καταστήματα, περιμένοντας ότι οι καταναλωτές, αναζητώντας τις Black Friday προσφορές, θα σχηματίσουν ουρές και ο φετινός τζίρος θα ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ, της περυσινής, ελληνικής Black Weekend.
Αν και η κίνηση στην αγορά είναι αυξημένη σε σχέση με μία συνηθισμένη Παρασκευή, όμως, οι καταναλωτές εμφανίζονται «συγκρατημένοι» στις αγορές τους. Έτσι, από το 2016, που η Black Friday συστήθηκε στην ελληνική αγορά, για πρώτη φορά δεν είχαμε «ουρές» έξω από τα καταστήματα. Την ίδια στιγμή, οι καταναλωτές, εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους, επειδή δεν δικαιώθηκαν οι καταναλωτικές τους προσδοκίες.
Κάποιοι δεν κατάφεραν να βρουν την «προσφορά» που είχαν εντοπίσει στις προωθητικές ενέργειες των εταιρειών, ακούγοντας από τον πωλητή να τους λέει ότι «δυστυχώς το προϊόν τελείωσε», ενώ για αρκετούς, οι προσδοκίες τους για το ύψος των εκπτώσεων στα προϊόντα που σκόπευαν να αγοράσουν, τελικά δεν δικαιώθηκαν. Εξάλλου, αν και αποτελεί ημέρα μισθοδοσίας για τους περισσότερους, όμως η σημερινή, τελευταία εργάσιμη του Νοεμβρίου, αποτελεί επίσης ημέρα αυξημένων υποχρεώσεων, αφού οι Έλληνες φορολογούμενοι θα πρέπει να καταβάλουν την τελευταία δόση προς την Εφορία και να αποπληρώσουν τον ΕΝΦΙΑ. Έτσι, ναι μεν, μία μεγάλη μερίδα καταναλωτών, επισκέπτεται τα καταστήματα, στο τέλος όμως της ημέρας, πολλοί απ’ αυτούς διστάζουν να κάνουν τις αγορές τους.
Περισσότερο ευνοημένες, μέχρι αυτή τη στιγμή, αποδεικνύονται οι αλυσίδες ηλεκτρονικών, με το αγοραστικό ενδιαφέρον να επικεντρώνεται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, αλλά και οικιακές συσκευές. Εκεί, εξάλλου, υπάρχει περιθώριο για μεγαλύτερες εκπτώσεις, αφού τα «μοντέλα» αλλάζουν πολύ γρήγορα. Κίνηση υπάρχει και στα καταστήματα με είδη ένδυσης, υπόδησης, καλλυντικών και είδη για το σπίτι, όμως σε αυτές τις κατηγορίες, η αγοραστική δύναμη είναι μικρότερη των προσδοκιών.
Η ελληνική πραγματικότητα διαφέρει πολύ από την αμερικανική, καθώς για τους Αμερικανούς, η Black Friday ημέρα, δημιουργήθηκε ώστε οι εταιρείες να «ξεστοκάρουν» τα εμπορεύματά τους και να καταγράψουν έσοδα στο τέλος της χρονιάς. Όμως στην Ελλάδα, η αγορά είναι «ρηχή», δεν «υπάρχει στοκ», όπως λένε μεταξύ τους οι έμποροι. Έτσι, με την προοπτική να έχουν περισσότερο εμπόρευμα την περίοδο των Χριστουγέννων, οι έμποροι αυξάνουν τις παραγγελίες τους για να ικανοποιήσουν προηγουμένως τη ζήτηση των Black Friday ημερών, όμως τα περιθώρια για να «ξεπουλήσουν» είναι μικρά. Ουσιαστικά, αποτελεί μία ημέρα που οι έμποροι βρίσκουν ευκαιρία για να αυξήσουν τους τζίρους τους, προσκαλώντας τους καταναλωτές να αποκτήσουν τα εμπορεύματά τους σε χαμηλότερες τιμές. Πολλές φορές οι τιμές αυτές είναι ελάχιστα χαμηλότερες σε σχέση με μία συνηθισμένη ημέρα. Εξάλλου, για να αυξήσουν λίγο τους κατακερματισμένους τους τζίρους, οι Έλληνες έμποροι έχουν καθιερώσει δύο ακόμη 15νθήμερα εκπτώσεων, ένα το φθινόπωρο και ένα την άνοιξη, αφού είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο για να πείσουν τους καταναλωτές να ξοδέψουν.
Η εικόνα της αγοράς
Οι προσπάθειες των εμπόρων σταδιακά αρχίζουν να αποδίδουν. Όμως ο τζίρος θα αργήσει πολύ να πιάσει τα 75 δισ. ευρώ, που ξόδευαν οι Έλληνες προ κρίσης. Το 2018, οι Έλληνες ξόδεψαν κοντά στα 40 δισ. ευρώ. Από αυτά, το 8% αφορούσε την Black Friday περίοδο, δηλαδή την τελευταία εβδομάδα του Νοέμβρη. Το μεγαλύτερο ωστόσο μέρος των πωλήσεων, που αφορά το 20% πραγματοποιείται την περίοδο των Χριστουγέννων, ενώ το 5% μόνο του ετήσιου τζίρου πραγματοποιείται το Πάσχα κι αφορά περισσότερο τα παπούτσια και τα τρόφιμα.
Όπως δήλωσε στο newsit.gr ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλης Κορκίδης «Ο τζίρος του Black Friday αυξάνεται, επειδή συμμετέχουν όλο και περισσότερες εταιρείες. Ευτυχώς, ο Έλληνας καταναλωτής είναι ενημερωμένος κι επιλεκτικός, οπότε μπορεί να διακρίνει πότε υπάρχουν πραγματικές ευκαιρίες και πότε όχι την ημέρα των Black Friday προσφορών».
Να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της περυσινής Black Friday, από τους καταναλωτές που επισκέφθηκαν την αγορά την ημέρα αυτή, κατά μέσο όρο ο ένας στους 6 έκοψε αποδείξεις, που στο σύνολό τους κυμάνθηκαν από 180 έως 240 ευρώ.