Ρεκόρ σημειώνουν τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα στην Ευρώπη, γράφει σχετικά το Politico περιγράφοντας τη νέα -ανησυχητική- κατάσταση στη Γηραιά Ήπειρο.
Όπως αναφέρει συγκεκριμένα το Politico, τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα αυξάνονται κατακόρυφα σε όλη την Ευρώπη, με εντυπωσιακή αύξηση των κρουσμάτων σύφιλης και γονόρροιας, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε τη Δευτέρα ο ευρωπαϊκός οργανισμός για τις ασθένειες.
Κατακόρυφη αύξηση
Αναλυτικά, καταγράφηκαν σχεδόν 100.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα γονόρροιας στην Ευρώπη το 2023, μια αύξηση της τάξης του 31% σε σύγκριση με το 2022 και μια αύξηση άνω του 300% σε σύγκριση με το 2014, ανέφερε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων.
Πρόκειται για το υψηλότερο καταγεγραμμένο ποσοστό στην Ευρώπη από τότε που το ECDC ξεκίνησε την επιτήρηση στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα το 2009.
Τα κρούσματα σύφιλης συνέχισαν επίσης να αυξάνονται: 13% αύξηση σε σύγκριση με το 2022 και 100% αύξηση σε σύγκριση με το 2014.
Ενώ τα χλαμύδια παραμένουν το πιο συχνά αναφερόμενο βακτηριακό Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενο στην Ευρώπη, το ECDC σημείωσε ότι υπήρξε «επιβράδυνση» των κρουσμάτων χλαμυδίων το 2023. Εκείνη τη χρονιά αναφέρθηκαν περισσότερα από 230.000 κρούσματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, αύξηση μόνο κατά 3 τοις εκατό σε σχέση με το 2022 και κατά 13 τοις εκατό σε σχέση με το 2014.
Η αιτία της αύξησης
Οι περισσότερες εξετάσεις πιθανότατα να εξηγούν μέρος της αύξησης, σημειώνει το ECDC. Ωστόσο και οι αλλαγές στις επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές, όπως η λιγότερη χρήση προφυλακτικού, θα μπορούσαν επίσης να διαδραματίσουν ρόλο στην τάση αυτή.
Ο ΠΟΥ Ευρώπης έκρουσε πέρυσι τον κώδωνα του κινδύνου για τη μείωση της χρήσης προφυλακτικού μεταξύ των εφήβων στην Ευρώπη, η οποία αυξάνει τον κίνδυνο σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων και ανεπιθύμητων κυήσεων.
Το ECDC ανέφερε ότι τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν «την επείγουσα ανάγκη για αυξημένη ευαισθητοποίηση του κοινού, προσπάθειες πρόληψης, ελέγχου και θεραπείας για την αντιμετώπιση αυτής της αυξανόμενης ανησυχίας για τη δημόσια υγεία».