Από την πρώτη κιόλας στιγμή είχε καταστεί φανερό πως είχαμε να κάνουμε με μια υπόθεση με πολλά επεισόδια, μπρος-πίσω, εκκρεμότητες και ζητήματα προς επίλυση, χωρίς καν τη βεβαιότητα των σαφών και οριστικών απαντήσεων. Η προσωρινή διαταγή του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας για αναστολή των έργων, ο ορισμός της συζήτησης για την αίτηση αναστολής, αλλά και η μετάθεση της οριστικής συζήτησης για την ακύρωση του έργου για τις 22 του Μαΐου, προσέθεσαν νέα κεφάλαια σε ένα σαλονικιώτικο saga που προβλέπεται να μας απασχολήσει για πολύ καιρό ακόμη.
Φυσικά, με βάση τα όσα δρομολογήθηκαν από τις πρόσφατες εξελίξεις, όπως τη χρονοτριβή από την πλευρά του Δημοσίου για την κατάθεση του περιβόητου φακέλου (που κατατέθηκε μεν εμπρόθεσμα στο πλαίσιο της προσωρινής διαταγής, αλλά συνολικά μιλώντας δεόντως αργοπορημένα, παρά την απουσία ασφυκτικού χρονικού πλαισίου, με αποτέλεσμα την αναβολή της κυρίως συζήτησης περί της ακύρωσης του έργου), είναι πλέον δεδομένη η αίσθηση πως θα προκύπτουν συνεχώς νέα ζητήματα, στα οποία είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι θα είναι σε θέση να παρουσιάσουν έγκαιρες, κατατοπιστικές, πειστικές και αναλυτικές απαντήσεις.
Κάπως, και ανεξάρτητα από τον δρόμο που θα ακολουθήσει η Δικαιοσύνη, αγγίζουμε την καρδιά ενός διαχρονικού προβλήματος που πλήττει ξανά και ξανά, σαν κακόγουστη φάρσα που επαναλαμβάνεται σαρκαστικά, τη Θεσσαλονίκη. Πέρα από τα έργα που βαλτώνουν, πέρα από τα έργα που εξαγγέλλονται μετά βαΐων και κλάδων χωρίς να υλοποιούνται ποτέ, πέρα από τις ατελείωτες υποσχέσεις που σύντομα αποδεικνύονται είτε ανεδαφικές είτε στάχτη στα μάτια, βρισκόμαστε επίσης αντιμέτωποι με τη χρόνια απροθυμία του κράτους να δαπανήσει χρόνο, διάθεση, τεχνογνωσία και πόρους προκειμένου να προετοιμάσει στην εντέλεια τα έργα που έχουν εγκριθεί και ήδη μπει στις ράγες. Στην προκειμένη περίπτωση, βέβαια, το έργο είχε ήδη παιχτεί στο μυαλό μας προτού αρχίσει να ξετυλίγεται στις δικαστικές αίθουσες, καθότι: α) είχε προηγηθεί μηδαμινή διαβούλευση με την ίδια την πόλη και τους κατοίκους της, β) η απόφαση ελήφθη χωρίς καν να έχουν κατατεθεί οι απαραίτητες επιστημονικές μελέτες στατικότητας, οδοποιίας και κυκλοφοριακής διαχείρισης.
Για του λόγου το αληθές, και χωρίς σε καμία στιγμή να προεξοφλούμε την τελική ετυμηγορία της Δικαιοσύνης, ήδη έχει φυτρώσει και το νέο φυντάνι της φημολογίας πως η δασική έκταση που προβλέπεται να αποψιλωθεί για τις ανάγκες του έργου είναι εμφατικά μεγαλύτερη από εκείνη που είχε προβλεφθεί στην αρχική μελέτη. Φυσικά, μια τέτοια μεταβολή στα ουσιώδη στοιχεία του φακέλου θα μπορούσε κάλλιστα να δικαιολογήσει μέχρι και τη συνολική ακύρωση του έργου. Σε αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο να προβούμε σε μια αναγκαία διευκρίνιση, ένα άτυπο disclaimer: δεν παριστάνουμε τους ειδήμονες σε κανέναν τομέα, ούτε στο νομικό ούτε στο συγκοινωνιακό σκέλος της υπόθεσης. Αυτό που απαιτούμε ως πολίτες μιας χιλιοταλαιπωρημένης και κατάκοπης πόλης είναι να τηρούνται όλες οι προβλεπόμενες δικλείδες ώστε οι πιστοποιημένοι ειδήμονες να καταθέτουν μια σφαιρική εκτίμηση για όλες τις πτυχές του κάθε έργου ώστε να μπορεί ο καθένας από το μετερίζι του -οι πολίτες, οι φορείς, η Δικαιοσύνη κτλ- να κρίνει με σαφήνεια τι ακριβώς ισχύει σε κάθε περίσταση.
Για να το θέσουμε πιο απλά, το μονίμως ανολοκλήρωτο Μετρό-ανέκδοτο-γιοφύρι της Άρτας είναι μονάχα ο τίτλος ενός βιβλίου που περιλαμβάνει αμέτρητες υποενότητες (βλέπε σταθμός Βενιζέλου και πολλά πολλά ακόμη), όπου κανείς από όσους θα έπρεπε δεν φάνηκε να παίρνει στα σοβαρά την ευθύνη του απέναντι στους κατοίκους μιας ολόκληρης πόλης.