Η νόσος Graves αποτελεί ένα αυτοάνοσο νόσημα που επηρεάζει το θυρεοειδή αδένα, και είναι η πιο συχνή αιτία υπερθυρεοειδισμού παγκοσμίως. Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που έχουν εξεταστεί ως πιθανοί παράγοντες εμφάνισης της νόσου Graves. Πρόσφατες επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει ότι το θηλυκό φύλο είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την εμφάνισή της, καθώς η νόσος εμφανίζεται 4-6 φορές συχνότερα στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες.
Άλλοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν το οικογενειακό ιστορικό (αυξημένος κίνδυνος για άτομα με συγγενείς πρώτου βαθμού που πάσχουν από τη νόσο Graves) και το κάπνισμα, το οποίο διπλασιάζει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Η νόσος Graves προκαλείται από την ύπαρξη αντισωμάτων στο αίμα που επιτίθενται στο θυρεοειδή αδένα και συγκεκριμένα στον υποδοχέα της TSH στα κύτταρα του θυρεοειδούς, γνωστά ως αντισώματα TRAb.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή υπερδιέγερση του θυρεοειδούς αδένα και την υπερπαραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών T3 και T4, με αποτέλεσμα τον υπερθυρεοειδισμό. Αυτό που καθιστά τη νόσο Graves ξεχωριστή από άλλες αιτίες υπερθυρεοειδισμού είναι ότι περιλαμβάνει έναν συνδυασμό συμπτωμάτων, με κυρίαρχο τον υπερθυρεοειδισμό, που συνοδεύεται από την διόγκωση του θυρεοειδούς και κάποια συμπτώματα που εμφανίζονται μόνο σε ασθενείς με νόσο Graves.
Η νόσος Graves προκαλεί την εμφάνιση των κλασικών συμπτωμάτων και ενδείξεων του υπερθυρεοειδισμού, συμπεριλαμβανομένων:
- Υψηλή αρτηριακή πίεση
- Καρδιακές αρρυθμίες
- Κολπική μαρμαρυγή
- Ταχυκαρδία
- Οστεοπενία
- Οστεοπόρωση
- Απώλεια βάρους
- Νευρικότητα
- Τρόμος στα άκρα
- Νευροψυχολογικές εκδηλώσεις όπως ευερεθιστότητα, άγχος, δυσθυμία, αϋπνία και κατάθλιψη.
Επιπλέον, η νόσος Graves παρουσιάζει και ορισμένα χαρακτηριστικά συμπτώματα και ενδείξεις που είναι μοναδικά για αυτήν τη νόσο, συμπεριλαμβάνοντας:
- Θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια, γνωστή και ως εξόφθαλμο, που περιλαμβάνει διόγκωση και πρόπτωση των ματιών και συμβαίνει σε περίπου 50% των ασθενών.
- Οίδημα και πάχυνση του δέρματος στα κάτω άκρα, που παρατηρείται σε περίπου 1-2% των ασθενών.
Η διάγνωση της νόσου Graves απαιτεί τον αποκλεισμό άλλων πιθανών αιτίων του υπερθυρεοειδισμού. Στη συνέχεια, επιβεβαιώνεται μέσω εργαστηριακών εξετάσεων, συμπεριλαμβανομένων:
- Υψηλά επίπεδα των ορμονών Τ3 και Τ4, με χαμηλά επίπεδα της TSH στο αίμα.
- Υψηλά επίπεδα των αντισωμάτων TRAb στο αίμα με συνοδό βρογχοκήλη στο υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς αδένα.
Η νόσος Graves, εάν δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την ποιότητα ζωής των ασθενών, καθιστώντας την καθημερινότητά τους δύσκολη. Ως εκ τούτου, η θεραπεία είναι απαραίτητη και πρέπει να ξεκινήσει αμέσως μετά τη διάγνωση.
Έχουν προταθεί διάφορες προσεγγίσεις για τη θεραπεία της νόσου Graves κατά τη διάρκεια του χρόνου, με κάθε προσέγγιση να χαρακτηρίζεται από πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Οι διαθέσιμες επιλογές θεραπείας περιλαμβάνουν τα εξής:
- Αντιθυρεοειδικά φάρμακα: Αυτά τα φάρμακα είναι κατάλληλα για τον άμεσο και μεσοπρόθεσμο έλεγχο της νόσου Graves.
Ωστόσο, πρέπει να λαμβάνονται σε διακριτικό χρονικό διάστημα, καθώς δεν είναι κατάλληλα για μακροχρόνια χρήση.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η διακοπή τους μπορεί να οδηγήσει στην επανεμφάνιση της νόσου.
- Ραδιενεργό ιώδιο: Αυτή η μέθοδος θεραπείας περιλαμβάνει τη χρήση ραδιενεργού ιωδίου, το οποίο καταστρέφει το θυρεοειδή αδένα και, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζει τη νόσο Graves. Ωστόσο, η χρήση αυτού του ισοτόπου εκθέτει τον ασθενή σε ραδιενέργεια και δεν είναι κατάλληλη για ασθενείς με εξόφθαλμο.
Επιπλέον, η νόσος Graves μπορεί να επανεμφανιστεί σε ορισμένους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο. Κατά συνέπεια, η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας για τη νόσο Graves πρέπει να γίνεται με προσοχή και με γνώση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων της κάθε μεθόδου.
- Η χειρουργική θεραπεία της νόσου Graves, μέσω της αφαίρεσης του συνόλου του θυρεοειδούς αδένα, γνωστή ως ολική θυρεοειδεκτομή, αναγνωρίζεται ως η ιδανική και μόνιμη λύση για τη νόσο Graves.
Πολλές επιστημονικές μελέτες έχουν αποδείξει τα πλεονεκτήματα αυτής της θεραπείας σε σύγκριση με άλλες επιλογές, με την πιο πρόσφατη μελέτη να συγκρίνει διάφορες θεραπευτικές επιλογές σε ένα συνολικό δείγμα 6.385 ασθενών.
Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας αποκαλύπτουν τα εξής πλεονεκτήματα της ολικής θυρεοειδεκτομής σε σύγκριση με τη χρήση αντιθυρεοειδικών φαρμάκων και το ραδιενεργό ιώδιο:
- Μειωμένη θνητότητα από τη νόσο κατά 64% και 55%, αντίστοιχα.
- Μειωμένος καρδιαγγειακός κίνδυνος κατά 79% και 71% αντίστοιχα.
- Μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής κατά 90% και 74% αντίστοιχα μετά τη χειρουργική θεραπεία.
- Μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη κατά 66% και 73% αντίστοιχα μετά τη θεραπεία.
- Βελτίωση των ψυχολογικών αλλοιώσεων της νόσου κατά 72% και 70% αντίστοιχα.
- Εξαιρετικά χαμηλή πιθανότητα υποτροπής της νόσου, μόνο 2,4%, σε σύγκριση με τα υψηλά ποσοστά υποτροπής 75,6% για τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα και 19,5% για το ραδιενεργό ιώδιο.
Συμπερασματικά, η ολική θυρεοειδεκτομή θεωρείται η πιο αποτελεσματική και μόνιμη θεραπεία για τη νόσο Graves, υπό την προϋπόθεση ότι πραγματοποιείται από έναν έμπειρο και εξειδικευμένο χειρουργό θυρεοειδούς