Την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου δύο από τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές εταιρείες του κόσμου, η Maersk (15,8% μερίδιο στην παγκόσμια μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων) και η Hapag-Lloyd, (μερίδιο 6,8%) σταμάτησαν τα πλοία τους ώστε να μην εισέλθουν στην επικίνδυνη ζώνη της Ερυθράς Θάλασσας, ενώ αμέσως μετά ακολούθησαν και ο ιταλοελβετικός κολοσσός των θαλάσσιων μεταφορών MSC (μερίδιο 18,2%) και η γαλλική CMA CGM (μερίδιο 12,8%) και κατόπιν η BP και η Equinor, όπως και η μεγάλη εταιρεία με πετρελαιοφόρα Euronav, που ακολούθησαν αποκλείοντας τη διαδρομή μέσω του Σουέζ.
Αρκετά πλοία αναμένουν στην Αραβική Θάλασσα, ενώ 121 πλοία μέχρι την περασμένη Τετάρτη ανακατευθύνθηκαν προς την εναλλακτική διαδρομή του διάπλου της Αφρικής μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Για ένα πλοίο που ταξιδεύει με ταχύτητα 16 κόμβων, η διέλευση από το στενό του Μπαμπ ελ Μαντέμπ διαρκεί εννιά μέρες λιγότερο από τον περίπλου της Αφρικής. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η θαλάσσια διαδρομή μέσω Σουέζ εξοικονομεί τουλάχιστον 15% των θαλάσσιων μεταφορών.
Οι επιθέσεις των Χούθι δημιουργούν ένα νέο μεγάλο πρόβλημα διατάραξης του παγκόσμιου εμπορίου και της μεταφοράς ενέργειας μετά τη μεγάλη δοκιμασία της πανδημίας.
Από τη Διώρυγα του Σουέζ διέρχεται περίπου το 12% της παγκόσμιας ναυτιλιακής κίνησης και το 2023 το 4%-8% των παγκόσμιων φορτίων LNG έχουν περάσει από αυτή.
Η ετήσια κίνηση
Από τις αρχές του 2023 μέχρι τώρα έχουν μεταφερθεί μέσω Ερυθράς Θάλασσας 8,2 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως (bpd) αργού πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου, ενώ συνολικά 32 εκατομμύρια μετρικοί τόνοι LNG έχουν μεταφερθεί μέσω Σουέζ και προς τις δύο κατευθύνσεις. Από τη διώρυγα διέρχεται επίσης περίπου το 30% του παγκόσμιου εμπορίου εμπορευματοκιβωτίων, με αποτέλεσμα η αναδρομολόγηση των πλοίων στον περίπλου της Αφρικής να αυξήσει το ταξίδι μετ’ επιστροφής κατά μέσον όρο δυόμισι εβδομάδες, μειώνοντας τη ναυτιλιακή ικανότητα και αυξάνοντας το κόστος, με συνέπεια την αύξηση των τιμών και μεγάλες καθυστερήσεις στη μεταφορά εμπορευμάτων και σε ελλείψεις στις αγορές.
Η Διώρυγα του Σουέζ είναι μία από τις σημαντικότερες αρτηρίες του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου με πιο ενεργούς στο ό,τι αφορά το LNG το Κατάρ τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Για το Κατάρ, που είναι ο μόνος εξαγωγέας από την κατεύθυνση Ανατολή προς Δύση, η εναλλακτική διαδρομή από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας θα μπορούσε να αυξήσει τις ημέρες ταξιδιού από το Κατάρ κατά 145% ή επιπλέον 22 ημέρες μετ’ επιστροφής.
Την περασμένη Τετάρτη οι τιμές του φυσικού αερίου ήταν αυξημένες κατά 1,8% και του πετρελαίου, έπειτα από ένα αρχικό ράλι, κατά 1,4%, ωστόσο παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο του τέταρτου τριμήνου των περίπου 83,30 δολαρίων/βαρέλι και, όπως εκτιμούν αναλυτές, το ράλι δεν θα διαρκέσει εκτός αν επηρεαστεί σημαντικά η προσφορά πετρελαίου.
Παράγοντες της αγοράς πετρελαίου δήλωσαν στο Reuters ότι ο αντίκτυπος στις τιμές θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια των διαταραχών στη ναυτιλία, ως αποτέλεσμα των επιθέσεων των Χούθι, ενώ δεν έδειχναν ιδιαίτερη ανησυχία για το LNG.
Τεράστιο κόστος
Mόνο η Αίγυπτος έχανε 12 εκατ. δολάρια τη μέρα, ενώ οι αγορές που ήδη είχαν υποστεί πλήγμα από τη διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας την οποία είχε προκαλέσει η πανδημία, αντιμετώπιζαν ελλείψεις.
Μια κλιμάκωση της έντασης λόγω των επιθέσεων των Χούθι, που θα οδηγούσε σε μακρά διακοπή της ναυσιπλοΐας μέσω του Σουέζ, θα μπορούσε να προκαλέσει άνοδο των τιμών και να επιβραδύνει την ανάπτυξη, την ώρα που ιδιαίτερα η Ευρωπη δίνει αγώνα μεταξύ του υψηλού πληθωρισμού και της συρρίκνωσης της οικονομίας.
Ενδεχόμενη μεγάλη αναταραχή στην Ερυθρά Θάλασσα θα προκαλέσει καθυστερήσεις στη μεταφορά εμπορευμάτων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν προς τα πάνω τις τιμές καταναλωτή, λόγω των ελλείψεων κι έτσι υπάρχει ο κίνδυνος για να τροφοδοτηθεί ο πληθωρισμός και να δεχθεί πλήγμα η ανάπτυξη. Το κλειδί είναι το πόσο θα διαρκέσει αυτή η νέα κρίση, καθώς προς το παρόν δεν υπάρχει τέτοια πίεση, αλλά μια παράταση της κρίσης είναι δεδομένο ότι θα έχει σοβαρές επιπτώσεις.
Οπως ανέφερε το Reuters, πάντως, οι Κεντρικές Τράπεζες απαντούν συνήθως σε μακροπρόθεσμες τάσεις και σε μια στιγμή όπου θέλουν να κρατήσουν για ένα διάστημα τα υψηλά επίπεδα επιτοκίων προτού αρχίσει η αποκλιμάκωσή τους παρακολουθούν την κατάσταση αλλά είναι μάλλον απίθανο να επανεξετάσουν τη στάση τους αν δεν υπάρξουν δραματικές εξελίξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι οποίες θα οδηγήσουν σε νέες πληθωριστικές πιέσεις.
Την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου δύο από τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές εταιρείες του κόσμου, η Maersk (15,8% μερίδιο στην παγκόσμια μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων) και η Hapag-Lloyd, (μερίδιο 6,8%) σταμάτησαν τα πλοία τους ώστε να μην εισέλθουν στην επικίνδυνη ζώνη της Ερυθράς Θάλασσας, ενώ αμέσως μετά ακολούθησαν και ο ιταλοελβετικός κολοσσός των θαλάσσιων μεταφορών MSC (μερίδιο 18,2%) και η γαλλική CMA CGM (μερίδιο 12,8%) και κατόπιν η BP και η Equinor, όπως και η μεγάλη εταιρεία με πετρελαιοφόρα Euronav, που ακολούθησαν αποκλείοντας τη διαδρομή μέσω του Σουέζ.
Αρκετά πλοία αναμένουν στην Αραβική Θάλασσα, ενώ 121 πλοία μέχρι την περασμένη Τετάρτη ανακατευθύνθηκαν προς την εναλλακτική διαδρομή του διάπλου της Αφρικής μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Για ένα πλοίο που ταξιδεύει με ταχύτητα 16 κόμβων, η διέλευση από το στενό του Μπαμπ ελ Μαντέμπ διαρκεί εννιά μέρες λιγότερο από τον περίπλου της Αφρικής. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η θαλάσσια διαδρομή μέσω Σουέζ εξοικονομεί τουλάχιστον 15% των θαλάσσιων μεταφορών.
Οι επιθέσεις των Χούθι δημιουργούν ένα νέο μεγάλο πρόβλημα διατάραξης του παγκόσμιου εμπορίου και της μεταφοράς ενέργειας μετά τη μεγάλη δοκιμασία της πανδημίας.
Από τη Διώρυγα του Σουέζ διέρχεται περίπου το 12% της παγκόσμιας ναυτιλιακής κίνησης και το 2023 το 4%-8% των παγκόσμιων φορτίων LNG έχουν περάσει από αυτή.
Η ετήσια κίνηση
Από τις αρχές του 2023 μέχρι τώρα έχουν μεταφερθεί μέσω Ερυθράς Θάλασσας 8,2 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως (bpd) αργού πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου, ενώ συνολικά 32 εκατομμύρια μετρικοί τόνοι LNG έχουν μεταφερθεί μέσω Σουέζ και προς τις δύο κατευθύνσεις. Από τη διώρυγα διέρχεται επίσης περίπου το 30% του παγκόσμιου εμπορίου εμπορευματοκιβωτίων, με αποτέλεσμα η αναδρομολόγηση των πλοίων στον περίπλου της Αφρικής να αυξήσει το ταξίδι μετ’ επιστροφής κατά μέσον όρο δυόμισι εβδομάδες, μειώνοντας τη ναυτιλιακή ικανότητα και αυξάνοντας το κόστος, με συνέπεια την αύξηση των τιμών και μεγάλες καθυστερήσεις στη μεταφορά εμπορευμάτων και σε ελλείψεις στις αγορές.
Η Διώρυγα του Σουέζ είναι μία από τις σημαντικότερες αρτηρίες του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου με πιο ενεργούς στο ό,τι αφορά το LNG το Κατάρ τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Για το Κατάρ, που είναι ο μόνος εξαγωγέας από την κατεύθυνση Ανατολή προς Δύση, η εναλλακτική διαδρομή από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας θα μπορούσε να αυξήσει τις ημέρες ταξιδιού από το Κατάρ κατά 145% ή επιπλέον 22 ημέρες μετ’ επιστροφής.
Την περασμένη Τετάρτη οι τιμές του φυσικού αερίου ήταν αυξημένες κατά 1,8% και του πετρελαίου, έπειτα από ένα αρχικό ράλι, κατά 1,4%, ωστόσο παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο του τέταρτου τριμήνου των περίπου 83,30 δολαρίων/βαρέλι και, όπως εκτιμούν αναλυτές, το ράλι δεν θα διαρκέσει εκτός αν επηρεαστεί σημαντικά η προσφορά πετρελαίου.
Παράγοντες της αγοράς πετρελαίου δήλωσαν στο Reuters ότι ο αντίκτυπος στις τιμές θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια των διαταραχών στη ναυτιλία, ως αποτέλεσμα των επιθέσεων των Χούθι, ενώ δεν έδειχναν ιδιαίτερη ανησυχία για το LNG.
Τεράστιο κόστος
Mόνο η Αίγυπτος έχανε 12 εκατ. δολάρια τη μέρα, ενώ οι αγορές που ήδη είχαν υποστεί πλήγμα από τη διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας την οποία είχε προκαλέσει η πανδημία, αντιμετώπιζαν ελλείψεις.
Μια κλιμάκωση της έντασης λόγω των επιθέσεων των Χούθι, που θα οδηγούσε σε μακρά διακοπή της ναυσιπλοΐας μέσω του Σουέζ, θα μπορούσε να προκαλέσει άνοδο των τιμών και να επιβραδύνει την ανάπτυξη, την ώρα που ιδιαίτερα η Ευρωπη δίνει αγώνα μεταξύ του υψηλού πληθωρισμού και της συρρίκνωσης της οικονομίας.
Ενδεχόμενη μεγάλη αναταραχή στην Ερυθρά Θάλασσα θα προκαλέσει καθυστερήσεις στη μεταφορά εμπορευμάτων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν προς τα πάνω τις τιμές καταναλωτή, λόγω των ελλείψεων κι έτσι υπάρχει ο κίνδυνος για να τροφοδοτηθεί ο πληθωρισμός και να δεχθεί πλήγμα η ανάπτυξη. Το κλειδί είναι το πόσο θα διαρκέσει αυτή η νέα κρίση, καθώς προς το παρόν δεν υπάρχει τέτοια πίεση, αλλά μια παράταση της κρίσης είναι δεδομένο ότι θα έχει σοβαρές επιπτώσεις.
Οπως ανέφερε το Reuters, πάντως, οι Κεντρικές Τράπεζες απαντούν συνήθως σε μακροπρόθεσμες τάσεις και σε μια στιγμή όπου θέλουν να κρατήσουν για ένα διάστημα τα υψηλά επίπεδα επιτοκίων προτού αρχίσει η αποκλιμάκωσή τους παρακολουθούν την κατάσταση αλλά είναι μάλλον απίθανο να επανεξετάσουν τη στάση τους αν δεν υπάρξουν δραματικές εξελίξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι οποίες θα οδηγήσουν σε νέες πληθωριστικές πιέσεις.