Πριν την ιλιγγιώδη ανάπτυξη των αστικών κέντρων οι άνθρωποι της υπαίθρου ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με τη γη, αξιοποιώντας με κάθε τρόπο ό,τι τους πρoσέφερε ο τόπος γύρω τους. Αξιοποιούσαν όλα τα βότανα, που σύμφωνα με τον αρχαιοελληνικό ορισμό ονομάζονται όλα τα μέρη ενός φυτού που χρησιμοποιούνται για τροφή ή θεραπεία, από τους καρπούς ενός ψηλού δέντρου μέχρι τις ρίζες ενός μικρού φυτού.
Η Ευαγγελία Χατζηνούσκα ή αλλιώς «Βοτανού», ερευνά, συλλέγει και μεταποιεί λογής λογής βότανα εμβαθύνοντας εδώ και χρόνια στη φιλοσοφία και τις πρακτικές αυτής της πολύτιμης αρχαίας θεραπευτικής τέχνης. Aφορμή για αυτή τη συνομιλία μας, ήταν η επίσκεψή της στη γενέτειρα της μητέρας της. Ένας ερειπωμένος πλέον οικισμός (υπήρχαν κι άλλοι στην περιοχή και όλοι μαζί ονομάζονταν «μαχαλάδες») με το όνομα Μεσαία, στους πρόποδες του ανατολικού άκρου της οροσειράς Μπέλλες, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Ήρθαν σαν Έλληνες το 1922 και εδώ έγιναν «τουρκόσποροι». Πόντιοι πρόσφυγες, που έφυγαν από τα σπίτια τους στην Τουρκία και ήρθαν να ζήσουν στην Ελλάδα σε σπίτια Τούρκων. Έπιασαν το νήμα από την αρχή. Φυσικά, ήταν τροφοσυλλέκτες κι αργότερα έγιναν κυνηγοί, γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Έζησαν εκεί σχεδόν 20 χρόνια. Απομακρύνθηκαν με την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω της εγγύτητας των οικισμών με τα σύνορα, για να καταλήξουν στο Νέο Πετρίτσι Σερρών.
Εδώ, επέστρεψε και η Ευαγγελία το 2013. Όταν το 2004, ζώντας σε αστικό περιβάλλον, της γεννήθηκε η ανάγκη να δημιουργεί με τα χέρια της, η πρώτη της παρασκευή ήταν η ψημένη ρακή. Ακολούθησε ένας μακρύς κατάλογος από λικέρ, πάνω από 30, που διατηρούν τις θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων και των καρπών. Γιατί λικέρ; Προφανώς λειτούργησε, όπως μου μοιράζεται, η ανάμνηση από το λικέρ κράνο που υπήρχε πάντα στο σπίτι τους. Κέρασμα και γιατρικό μαζί για τους αληθινούς και επινοημένους κοιλόπονους μικρών και μεγάλων.
Ερευνώντας ανακάλυψε ότι τα λικέρ προέκυψαν από τα βάμματα, δηλαδή την εκχύλιση βοτάνων σε αλκοόλη. Ήταν τα φάρμακα των παλιών θεραπευτών, που αργότερα πρόσθεσαν γλυκαντική ουσία για να τα κάνουν πιο προσιτά στους θεραπευόμενους τους. Με τον ερχομό της στο χωριό, που είναι ο τόπος καταγωγής και των δύο γονιών της, της αποκαλύφθηκε ένας σπουδαίος θησαυρός φυσικών πρώτων υλών.
Εδώ, είχε τη δυνατότητα συλλογής και αξιοποίησης πολυάριθμων βοτάνων. Με ό,τι προσφέρει κάθε εποχή η φύση, παρασκευάζει πλέον μια μεγάλη γκάμα προϊόντων όπως βάμματα, βοτανόλαδα, σαπούνια, κηραλοιφές, καλλυντικές κρέμες μέχρι και εικαστικές δημιουργίες, κάδρα δηλαδή με αποξηραμένα μέρη των φυτών, σε σχηματισμούς μαντάλα και φανταστικών τοπίων, που μπορούν να κοσμήσουν τους εσωτερικούς χώρους και να φέρουν μια ατμόσφαιρα φύσης στο σπίτι μας.
Όσον αφορά στα αγαπημένα της θεραπευτικά λικέρ, μας εξηγεί πως οι επιλογές είναι πραγματικά αμέτρητες. Σήμερα χρησιμοποιεί αρώνια, κράνα, ρόδι, καρυδάκι, αλλά και λευκά λουλούδια ακακίας που παλιότερα ήταν βρώσιμα λόγω της γλυκύτητας τους. Επιπλέον, φτιάχνει λικέρ από το λουλούδι και τον καρπό του σαμπούκου, από πέταλα παπαρούνας, κουκούτσια βερύκοκου που θυμίζει, όπως λέει, το ποτό αμαρέτο, από σμέουρα και βατόμουρα. Το επόμενο, εάν και όχι τόσο εύκολο εγχείρημα της, θα είναι το λικέρ κάστανο.
Σημαντικό για την Ευαγγελία είναι η κάθε δυνατή χρήση του φυσικού υλικού που χρησιμοποιεί. Για παράδειγμα, τα τσόφλια από τα κάστανα θα γίνουν προσάναμμα, τα κράνα μετά την παρασκευή του λικέρ θα γίνουν μαρμελάδα. Μια προσέγγιση, με άλλα λόγια, που σήμερα ονομάζουμε zero waste. Συναρπαστικό για την ίδια είναι και οι πολλές δυνατότητες που σου δίνει ένα μόνο μέρος του φυτού. Για παράδειγμα, ο καρπός του κυνόροδου (Rosa canina) με τη μεγάλη περιεκτικότητα βιταμίνης C μπορεί να γίνει αφέψημα, πετιμέζι, σιρόπι, βάμμα, λάδι, λικέρ, μαρμελάδα ή καλλυντικό, μαζί με τα άνθη του, καθώς έχει σπουδαίες αντιγηραντικές και αντιρυτιδικές ιδιότητες όταν εκχυλίζεται σε λάδι.
Γι’ αυτό και της κέντρισε το ενδιαφέρον ο τρόπος ζωής των Ποντίων προγόνων. Παρατηρεί τη σύνδεση μεταξύ ιστορίας, λαογραφίας και βοτανικής παράδοσης. Αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε -και εκπαιδευόμαστε ολοένα και περισσότερο- αυτάρκεια, οικολογική συνείδηση, μείωση στο οικολογικό αποτύπωμα, αυτοί οι άνθρωποι το έπρατταν από ζωτική ανάγκη για επιβίωση και ορθή διαχείριση των οποίων διαθέσιμων πόρων. Είτε εφαρμόζοντας ήδη κεκτημένη γνώση είτε επινοώντας καινούριους τρόπους διαχείρισης.
Μια ξεχωριστή συνταγή των Ποντίων, που ανακάλυψε η Ευαγγελία από την 87χρονη μητέρα της, ήταν η μαρμελάδα από κυνόροδα που σπάνια συναντάμε. Μια εξαιρετικά δύσκολη παρασκευή λόγω του ίδιου του καρπού με τη λιγοστή του σάρκα και τις μεγάλες ποσότητες που χρειαζόταν, αλλά και την έλλειψη ζάχαρης που δεν ήταν εύκολα διαθέσιμη τότε. Η επινοητικότητα των ανθρώπων εκείνης της εποχής ήταν όμως μεγάλη. Αυτό που έκαναν στην ουσία για τη γλυκύτητα και κυρίως τη συντήρηση ήταν πετιμέζι από τους καρπούς του κυνόροδου. Το πιο συνηθισμένο πετιμέζι γίνεται από σταφύλια, όπου βράζεται μεγάλη ποσότητα μούστου σε χαμηλή φωτιά για ώρες. Τελικά μένει το 1/3 της αρχικής ποσότητας που αποτελεί ένα θεραπευτικό σιρόπι. Πετιμέζι στην παράδοση μας παρασκευάζεται από σύκα, μήλα, βατόμουρα και άλλους καρπούς.
Σήμερα, η Ευαγγελία μας προτείνει το πολύ θεραπευτικό σιρόπι κυνόροδου με έναν εύκολο τρόπο παρασκευής. Χρησιμοποιώντας για παράδειγμα 500 γρ. καρπών, πρώτα τους σπάμε με γουδί και στη συνέχεια τους βράζουμε σε πολύ χαμηλή φωτά για 10′, σουρώνουμε καλά με κάποιο βαμβακερό πανί πιέζοντας πολύ για να φύγουν τα υγρά. Αφού κρυώσει λίγο, προσθέτουμε μέλι σε αναλογία 1/3. Ένα εξαιρετικό ρόφημα για τόνωση του ανοσοποιητικού και προφύλαξη από ιώσεις και κρυολογήματα, ιδανικό σε αυτήν τη μορφή ιδιαίτερα για παιδιά.
Στο χωριό η Ευαγγελία συναντά και μαθαίνει και άλλες παραδόσεις από την 90χρονη κα Ανθούλα που γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά της χρόνια στη Μεσαία. Καταγράφει πληροφορίες για το το πάστωμα, που γινόταν ακόμα και σε ασυνήθιστες περιπτώσεις, όπως αυτή του κράνου (Cornus Officinalis). Τοποθετούσαν τα κράνα σε πήλινα δοχεία μαζί με αλάτι και όταν ήθελαν να χρησιμοποιήσουν μια ποσότητα, τα έβαζαν σε λίγο νερό για να ξαλμυρήσουν και να φουσκώσουν, τα περνούσαν από το τηγάνι μέσα σε τσιγαρισμενο κρεμμύδι και τα έτρωγαν με ψωμί. Μοιάζει με προάγγελο γκουρμεδιάρικης σάλτσας κράνου ή τσάτνεϊ. Στην ερώτηση της Ευαγγελίας για το που έβρισκαν το αλάτι, η κα Ανθούλα εξιστορεί το μεγάλο ταξίδι με κάρα και γαϊδούρια από τις Σέρρες στη θάλασσα της Κατερίνης όπου γινόταν η συλλογή.
Η κα Ανθούλα της μίλησε, επίσης, για τα κάστανα που είχαν όλο το χρόνο, αποξηραίνοντάς τα με ελαφρύ φούρνισμα όταν ήταν φρέσκα. Συνήθιζαν επίσης να φτιάχνουν τσάι από τα φύλλα της κυδωνιάς, ένα πολύ κοινό δέντρο στην ελληνική ύπαιθρο, που είναι ιδιαίτερα μαλακτικά και αποχρεμπτικά για το άνω αναπνευστικό. Χρησιμοποιούσαν, επίσης, την γκορτσιά ή αγριοαπιδιά με τα πολύ μικρά της αχλάδια, φτιάχνοντας και από αυτά, με λίγο περισσότερο κόπο, πετιμέζι συχνά σε μείγμα άλλων φρούτων.
Το χουσάφι ήταν μια ακόμα περίφημη συνταγή της εποχής, πολύ συχνά σε περιόδους νηστείας, που μας θυμίζει την κομπόστα. Βράζανε, δηλαδή, τα αποξηραμένα φρούτα τους για να φουσκώσουνε και πάλι και στο τέλος πρόσθεταν πετιμέζι. Τέλος, όπως εξιστορεί η κα Ανθούλα έφτιαχναν προζύμι για ψωμί με το βότανο του λυκίσκου (Humulus lupulus), όπως συμβαίνει ακόμη με τη λεμονόκουπα. Ο λυκίσκος αποτελεί συστατικό της μπύρας και έχει γενικά χαλαρωτικές ιδιότητες, η αναφορά όμως για το προζύμι σίγουρα δεν είναι συχνή. Εύκολα συνειδητοποιούμε, λοιπόν, ότι εκείνες οι γενιές χρησιμοποιούσαν όλες τις ελληνικές υπερτροφές που σήμερα ξαναγνωρίζουμε.
Σίγουρα το κάλεσμα της σημερινής εποχής αφορά το πάντρεμα της παράδοσης με την πλέον εμπεριστατωμένη γνώση. Τα βότανα, όμως, κατανοούμε πως έχουν πολύπλευρες διαστάσεις. Γίνονται ένας τρόπος σύνδεσης τόσο με την ιστορία του τόπου μας και τους προγόνους, όσο και με το περιβάλλον που μας φιλοξενεί στο τώρα. Μια βαθιά σχέση αλληλεπίδρασης και εκτίμησης για ό,τι μας προφέρεται κάθε εποχή ξανά και ξανά, μια πρακτική ευγνωμοσύνης για αυτό το επαναλαμβανόμενο θαύμα.
travel.gr