Υστερα από δίκη τεσσάρων εβδομάδων, την περασμένη Τετάρτη ανήμερα των 64ων γενεθλίων του, στάθηκε για τελευταία φορά στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Φορούσε γυαλιά μυωπίας, ένα σκούρο γκρι κοστούμι με μπορντό ποσέτ, ροζ πουκάμισο και εμπριμέ ροδοκόκκινη γραβάτα. Με κάποια ανεπαίσθητη ταραχή άκουσε την απόφαση από τον δικαστή Μαρκ Γουόλ και ανακουφισμένος ξέσπασε σε λυγμούς. Ανυπόκριτα. Δεν ήταν ο Φρανκ Αντεργουντ του «House of Cards», ο Τζον Ντόου του «Se7en», ο Λέστερ Μπέρναμ του «American Beauty», ο Κάιζερ Σόζε από τους «Συνήθεις υπόπτους».
Δεν υποδυόταν με το ταλέντο του τον ρόλο ενός αδίστακτου, φαύλου ή σκοτεινού αντιήρωα σε μια κινηματογραφική αφήγηση. Δεν ήταν ο βραβευμένος με δύο Οσκαρ σταρ του Χόλιγουντ που βίωσε πικρά επί πέντε χρόνια τον διασυρμό, τη διαπόμπευση, την ανεργία. Ηταν απλώς ο συναισθηματικά φορτισμένος εαυτός του. Ενας άνθρωπος στριμωγμένος ανάμεσα στην ενδεχόμενη ταπεινωτική συντριβή και τη σφοδρή επιθυμία για δικαίωση. Επί έναν μήνα έτρεμε το φυλλοκάρδι του. Ο βιασμός, ανάμεσα στις άλλες κατηγορίες που του επέρριπταν, αποτελεί ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα στον Βρετανικό Ποινικό Κώδικα.
Επισύρει ισόβια κάθειρξη. Αλλά όχι πια, όχι γι’ αυτόν. Εβαλε το χέρι του στο στήθος του και στράφηκε βουρκωμένος προς τους ενόρκους λέγοντάς τους με ευγνωμοσύνη δύο φορές: «Ευχαριστώ». Με την ετυμηγορία τους μετά από 12 ώρες και 26 λεπτά διαβούλευσης (!) οι ένορκοι τον απάλλαξαν από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε για εννέα σοβαρά σεξουαλικά αδικήματα. Είχαν απορρίψει τους ισχυρισμούς της έμπειρης εισαγγελέως Κριστίν Αγκνιου, που τον παρουσίαζε ως «αρπακτικό που εκμεταλλεύτηκε τη φήμη και τη δύναμή του» για να κακομεταχειριστεί σεξουαλικά τέσσερις νέους άνδρες την περίοδο μεταξύ 2004-2013.
Ο Κέβιν Σπέισι Φάουλερ, όπως είναι το πλήρες όνομά του, κρίθηκε αθώος στο αγγλικό ποινικό δικαστήριο του Στέμματος στο Σάουθγουορκ του Νότιου Λονδίνου. Λίγες ώρες αργότερα, με κάζουαλ εμφάνιση κάπνιζε και τα έπινε καταπραϋντικά με την παρέα των φίλων του στο Groucho Club, μια ιδιωτική λέσχη αποκλειστικά για μέλη, στην Dean street στο Σόχο. Το γιόρταζε χωρίς τυμπανοκρουσίες και κάμερες.
Η δικαστική μάχη
Είχε πλέον με απόφαση του δικαστηρίου αποτινάξει από πάνω του τις βαριές κατηγορίες για σεξουαλικές και άσεμνες επιθέσεις, για προκλήσεις σεξουαλικής δραστηριότητας και διείσδυσης χωρίς συγκατάθεση. Είχε δώσει μάχη με τους συνηγόρους του, με επικεφαλής δικηγόρο υπεράσπισης τον Πάτρικ Γκιμπς στο δικαστήριο.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά όλες τις υποτιθέμενες σεξουαλικές επιθέσεις που τον εμφάνιζαν ως τέρας, νταή και τσαμπουκά. Επέμενε ότι είχαν παρερμηνευτεί οι συναινετικές, οικείες, ρομαντικές στιγμές ενός φλερτ. Ενα αδέξιο φιλί, ένα χάιδεμα στον μηρό, ένα στιγμιαίο άκομψο άγγιγμα στη βουβωνική χώρα.
Παραδέχτηκε ότι καμιά φορά ίσως συμπεριφέρθηκε παρορμητικά, αλλά πάντα εντός των ορίων της ευγένειας και της εγκράτειας. Υποστήριξε ότι οι κατήγοροί του είχαν οικονομικά κίνητρα και στην πραγματικότητα ζητούσαν «χρήματα, χρήματα, μετά χρήματα και πάνω απ’ όλα χρήματα». Δεν το χρησιμοποίησε ως επιχείρημα στη δικαστική αίθουσα, αλλά όλοι γνώριζαν ότι το περασμένο φθινόπωρο δικαστήριο της Νέας Υόρκης απεφάνθη ότι ο Σπέισι δεν παρενόχλησε σεξουαλικά το 1986, πριν από 36 χρόνια, δηλαδή, τον συνάδελφό του ηθοποιό Αντονι Ραπ, όπως τον κατηγορούσε για σκανδαλώδη αποπλάνηση ο τελευταίος.
Το σώμα των Αμερικανών ενόρκων απέρριψε τους ισχυρισμούς του Ραπ, ο οποίος αξίωνε, ούτε λίγο ούτε πολύ, αποζημίωση 40 εκατ. δολαρίων. Απέφυγε επίσης να χρησιμοποιήσει το ότι σε δύο ακόμη δικαστήρια των ΗΠΑ απέσυραν τις κατηγορίες εναντίον του ένας ανώνυμος μασέρ στο Μαλιμπού λίγο προτού πεθάνει και ένας άλλος άγνωστος στο νησί Ναντάκετ της Μασαχουσέτης – γεγονότα που όλοι γνώριζαν στο λονδρέζικο δικαστικό ακροατήριο.
Επικεντρώθηκε στο να διαψεύσει ότι «χτυπούσε» σεξουαλικά σαν δηλητηριώδης κόμπρα και «εφορμούσε» στα θύματά του σαν άπληστος γύπας. Απέρριπτε επίμονα ότι δήθεν «άρπαξε επιθετικά από τον καβάλο» έναν νεαρό σε θέατρο του Γουέστ Εντ, ότι κατέβασε άγαρμπα το φερμουάρ του παντελονιού ενός άλλου σε κάποιο μπαρ, ότι είχε ασκήσει βίαιη σεξουαλική διείσδυση σε έναν τρίτο, έναν επίδοξο ηθοποιό, ενώ αυτός κοιμόταν στο διαμέρισμά του. «Ποτέ δεν συνέβη», υποστήριξε. Πόσο μάλλον απέκρουσε πειστικά ότι επιτέθηκε σεξουαλικά αρπάζοντας από τα γεννητικά όργανα έναν άνδρα στο αυτοκίνητο καθώς πήγαιναν μαζί στο γκαλά πάρτυ «White Tie and Tiara Ball» του Ελτον Τζον, στο σπίτι του στο Γουίνδσορ.
Ο διάσημος τραγουδοποιός και ο σύζυγός του Ντέιβιντ Φέρνις κατέθεσαν στη δίκη, μέσω σύνδεσης με τηλεπικοινωνιακή πλατφόρμα από το Μονακό. Ως μάρτυρες υπεράσπισης βεβαίωσαν ότι ο ηθοποιός είχε φτάσει τη μία και μοναδική του φόρα στον ετήσιο φιλανθρωπικό χορό που διοργάνωναν με ιδιωτικό τζετ. Και βέβαια ο χαρισματικός Σπέισι με το σαγηνευτικό αφηγηματικό του ύφος πρόσθεσε στα αποδεικτικά του τεκμήρια αθωότητας τα ηθικά στοιχεία του χαρακτήρα του ως ανθρώπου και επαγγελματία. Χωρίς, προφανώς, να δίνει επιτηδευμένη παράσταση. Κάθε απόπειρα να ξεγελάσει με την υποκριτική του τέχνη τους ενόρκους θα τον έστελνε στην καλύτερη περίπτωση σε κάποια ανοιχτή αγροτική φυλακή στα Ανατολικά Μίντλαντς.
Στη χειρότερη, θα τον μπουζούριαζαν σε κάποιο κελί στο λονδρέζικο δεσμωτήριο του Μπρίξτον, που λειτουργεί ανελλιπώς από το 1820. Χάρισε, ωστόσο, στους ενόρκους μια εικόνα της ειλικρινούς σχέσης και των ισχυρών του δεσμών με διάφορα διάσημα πρόσωπα και συναδέλφους του. Οπως με τον μέντορά του στην υποκριτική, τον αείμνηστο Τζακ Λέμον, τους έμπιστους φίλους του όπως ο Βαλ Κίλμερ, που έχει χάσει τη φωνή του εξαιτίας του καρκίνου, ο θρυλικά ασυμβίβαστος, μακαρίτης πια, Ιρλανδός Ρίτσαρντ Χάρις, καθώς και η 90χρονη Αγγλίδα ηθοποιός, συγγραφέας και φιλάνθρωπος Τζόαν Κόλινς.
Διηγήθηκε ακόμη μικρά ανέκδοτα αποσπάσματα από τη σόουμπιζ, συμπεριλαμβανομένων της αγοράς ενός τραπεζιού πινγκ πονγκ για την ενδυνάμωση της φυσικής κίνησης και της όρασης της πολυβραβευμένης Τζούντι Ντεντς, καθώς και της προσφοράς «του πιο ακριβού Mini Cooper που κατασκευάστηκε ποτέ» σε μια φιλανθρωπική δημοπρασία του Ελτον Τζον.
Σαν ήρωας του Κάφκα
Κυρίως, όμως, ο επί δώδεκα χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής του ιστορικού θεάτρου Old Vic στο Γουότερλου του Λονδίνου προσηλώθηκε στο να υπενθυμίζει στους 12 ενόρκους ότι «ο κόσμος του ανατινάχτηκε» στον απόηχο των καταγγελιών εις βάρος του τον Οκτώβριο του 2017. Περιέγραφε ένα τοπίο βιαστικών δημόσιων κρίσεων όπου «προτού γίνει η πρώτη ερώτηση και προτού καν απαντηθεί έχασα τη δουλειά μου, έχασα τη φήμη μου, έχασα τα πάντα μέσα σε λίγες ημέρες».
Η αλήθεια είναι ότι σε εκείνη την κρίσιμη φάση στα τέλη Οκτωβρίου του 2017, όταν ξεκίνησαν οι εις βάρος του καταγγελίες για σεξουαλική επιθετικότητα, ο παραζαλισμένος ηθοποιός σαν να είχε χάσει την μπάλα. Προτού τεθεί στο περιθώριο των χολιγουντιανών στούντιο, η γκέι κοινότητα τον πίεζε να πετάξει επιτέλους τον φερετζέ του στρέιτ που επιμελώς φορούσε για χρόνια. Από την άλλη, η υστερική φρενίτιδα στα λαϊκιστικά ΜΜΕ απαιτούσε να αποκαλύψει δημοσίως τους «σκελετούς» που έκρυβε στην ντουλάπα του. Το κλίμα ήταν εφιαλτικό για τον ίδιο.
Είχαν προηγηθεί μόλις τρεις εβδομάδες πριν οι καταγγελίες για σεξουαλικές επιθέσεις και βιασμούς γυναικών κατά του κινηματογραφικού παραγωγού Χάρβεϊ Γουάινστιν -υποθέσεις για τις οποίες αργότερα θα καταδικαζόταν σε 23 χρόνια φυλάκισης- και ο κόσμος του θεάματος ήταν ανάστατος. Μέχρι τότε ο ηθοποιός έκρινε ότι έπρεπε να διαφυλάξει, όπως είχε δικαίωμα, τη σεξουαλική του ταυτότητα. Αλλά ο σάλος για τη σεξουαλική του παραβατικότητα γινόταν ολοένα πιο εκκωφαντικός.
Το Netflix τον απέσυρε άρον άρον από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «House of Cards», ενώ τα στούντιο της Tri-Star τον αντικατέστησαν επειγόντως με τον Κρίστοφερ Πλάμερ στα γυρίσματα της ταινίας «Ολα τα λεφτά του κόσμου» σε σκηνοθεσία Ρίντλεϊ Σκοτ. Ο Σπέισι ένιωσε ξαφνικά σαν καφκικός ήρωας που πρώτα καταδικάζεται τιμωρητικά και μετά δικάζεται. Αποσύρθηκε από το προσκήνιο, αφού κανείς δεν ήθελε το παραμικρό νταραβέρι μαζί του γράφοντας σενάρια για θεατρικά και ταινίες μικρού μήκους.
Σταμπαρισμένος με βαριά ρετσινιά, το περιβάλλον του Χόλιγουντ δεν τον σήκωνε. Μάταια αναζητούσε μια όαση λογικής και αντικειμενικότητας όταν όλα είχαν καλυφθεί από μια σφοδρή αμμοθύελλα καθημερινής μομφής. Ηταν η φάση της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, όπου οι άδικες υπερβολές, οι βιαστικές, αναιτιολόγητες και ανορθολογικές κρίσεις είχαν κυριεύσει τη δημόσια ζωή. Υπό την υστερία που συχνά περιγράφηκε στα φιλελεύθερα ΜΜΕ ως «σεξουαλικός μακαρθισμός», είχε κατισχύσει ασυγχώρητα ένα κλίμα στιγμιαίας πεποίθησης και οργισμένης καταγγελίας. «Πιστέψτε το θύμα!» διαλαλούσε κραυγάζοντας το κίνημα #MeToo.
Σωστά, θαρραλέα, ευαισθητοποιημένα, καλούσε τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ή παρενόχλησης να μοιραστούν δημοσίως τις τραυματικές εμπειρίες τους, να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, να βοηθήσουν όσα άλλα είχαν βιώσει παρόμοιες καταχρηστικές συμπεριφορές. Εκείνα τα φεγγάρια οι γυναίκες με τη μεγαλύτερη επιρροή ενώθηκαν για να δημιουργήσουν την Time’s Up, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό για την υποστήριξη θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης και ενίσχυσης της φωνής γυναικών σε όλη την κινηματογραφική βιομηχανία.
Την 1η Ιανουαρίου του 2018, 300 γυναίκες υπέγραψαν ανοιχτή επιστολή προς τους «New York Times» απαιτώντας ισχυρή αλλαγή στο Χόλιγουντ. Λιγότερο από μία εβδομάδα αργότερα, δεκάδες γυναίκες ηθοποιοί, ανάμεσά τους και οι σταρ Μισέλ Γουίλιαμς, Εμα Τόμσον, Μέριλ Στριπ, αγκαλιασμένες με ακτιβίστριες, φορούσαν μαύρα ενδύματα για την υποστήριξη της πρωτοβουλίας στο κόκκινο χαλί της τελετής απονομής των Χρυσών Σφαιρών.
Κάτι άλλαζε προς τη θετική κατεύθυνση. Ελάχιστοι διατύπωσαν τότε ενστάσεις για το ρίσκο μιας άδικης με αδιαφανή κίνητρα δημόσιας επίπληξης ηθικών, εντέλει, ατόμων που βρίσκονταν στη δίνη ποινικών εμπλοκών προτού αυτές τελεσιδικήσουν. Κράτησαν επιφυλάξεις και για την ενδεχόμενη καλλιέργεια ενός πυρετικού εκδικητικού κλίματος. Δεν εισακούστηκαν μέσα στον καταιγισμό των καταγγελιών για πραγματικά ανήθικες και παραβατικές συμπεριφορές. Οι οποίες, όμως, δίχως αξιολόγηση καθεμιάς ξεχωριστά θα μπορούσαν να εισαγάγουν μια καινοφανή κουλτούρα ελέγχου και επίβλεψης της ατομικής σεξουαλικής ζωής. Αναπόδραστα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα η επαγγελματική καριέρα του Κέβιν Σπέισι δεν είχε πάρει απλώς την κάτω βόλτα, είχε βυθιστεί στα τάρταρα.
Ηταν οριστικά κομμένος από τη μεγάλη και τη μικρή οθόνη. Κατ’ εξαίρεση, στο ιδιότυπο αυτό εμπάργκο μόνο κάποιοι θαρραλέοι κινηματογραφιστές και παραγωγοί από την Ευρώπη τον κάλεσαν να δουλέψει μαζί τους. Ωστόσο, καμία από τις συνεργασίες τους δεν διανεμήθηκε στο κοινό των θεατών. Ουσιαστικά, για πεντέξι χρόνια ήταν άφαντος, τραβώντας χοντρό ζόρι μαζί με το βαρύ κουπί της αναγκαστικής απραξίας.
Who is who
Γεννημένος στις 26 Ιουλίου του 1959 σε ένα χωριό της Πολιτείας του Νιου Τζέρσεϊ, μεγάλωσε από 4 ετών στη Νότια Καλιφόρνια όπου μετακόμισαν οι γονείς του. Στο δικαστήριο της Νέας Υόρκης, πέρυσι τον Οκτώβριο, μίλησε για την τραυματική παιδική ηλικία του, περιγράφοντας τον πάτερά του Τόμας Φάουλερ ως ρατσιστή υπέρμαχο της «λευκής υπεροχής», ομοφοβικό, αντισημίτη και νεοναζί. Ισχυρίστηκε ότι μεγάλωσε τρομοκρατημένος ως παιδί, καθώς μαζί με τον αδελφό και την αδελφή του βίωσαν την αυταρχική και βίαιη συμπεριφορά του πατέρα-αφέντη απέναντί τους.
Αυτή η ενδοοικογενειακή σωματική κακοποίησή του μετά σεξουαλικής κατάχρησης, όπως εκμυστηρεύτηκε, τον έκανε απρόθυμο κατά την ωριμότητά του να αποκαλύψει προσωπικά μυστικά. Αρκούνταν στα χρόνια της καταξίωσής του να περιγράφει τον πατέρα του ως έναν πολύ νορμάλ, ευυπόληπτο άνδρα της μεσαίας τάξης και να κρατά αποκλειστικά για τον εαυτό του την προσωπική του ζωή, ερμητικά κλειστή και μακριά από τη δημόσια θέα την ταυτότητά του ως γκέι. Δεν ανοιγόταν σε στυλ «Λος Αντζελες: Εμπιστευτικό». Στα νεανικά του χρόνια επιχείρησε να μπει σε στρατιωτική σχολή από την οποία σύντομα αποβλήθηκε και λίγο πριν τα 30 του βρέθηκε να σπουδάζει στην κορυφαία σχολή παραστατικών τεχνών του Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης. Με το ταλέντο του πρωταγωνίστησε σε θεατρικές παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ σε έργα των Ιψεν, Ο’Νιλ, Μολιέρου και Τσέχοφ.
Οσοι Ελληνες θεατές έτυχε το καλοκαίρι του 2011 να τον παρακολουθήσουν στην Επίδαυρο, όπου υποδύθηκε αριστοτεχνικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη θεατρική παράσταση «Ριχάρδος Γ’» του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία του βραβευμένου με Οσκαρ Σαμ Μέντες, θαύμασαν τη μεγάλη ερμηνευτική γκάμα του. Ωστόσο, η δημοτικότητά του είχε ήδη εκτοξευτεί στη στρατόσφαιρα της δημοφιλούς αποδοχής με τους δεκάδες στιβαρούς ρόλους του στις ταινίες του Χόλιγουντ.
Από τις οποίες αποπέμφθηκε κλωτσηδόν ως προκαταβολικά ανακηρυγμένος ένοχος μετά το τέλος του 2017. Λίγοι νοιάστηκαν για την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας που έτεινε πλέον να μεταλλαχθεί σε τεκμήριο ενοχής. Ελάχιστοι υιοθέτησαν κάποιον, έστω, σκεπτικισμό για την απόλυτη απαξία στην τήρηση της νομιμότητας και των δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η πλειονότητα ενέκρινε και ενστερνίστηκε το απλοϊκό κλισέ «γκέι, πλούσιος και διάσημος σταρ» – τρέχα γύρευε τώρα…
Με τέτοια στερεοτυπική ανάγνωση πετάχτηκε στα σκουπίδια σαν χρησιμοποιημένο χαρτομάντιλο ο δημοκρατικός και δικαιικός πολιτισμός. Αυτός που απαιτεί σκέψη, ζύμωση, ζύγισμα των πραγμάτων, αναζήτηση της αλήθειας με ορθολογική κρίση αντί πρεμούρας για καταδίκη. Ολη αυτή η απάθεια στις αξίες του πήγε περίπατο στην περίπτωση Σπέισι από την Αγγλική Δικαιοσύνη, που στο φινάλε δεν είναι δα κάνα ακτιβιστικό παράρτημα.
Τυφλή έβαλε στην μπαλάντζα της στοιχεία, τεκμήρια, εκτιμήσεις και αποδείξεις, έκρινε χαρακτήρες και συμπεριφορές αποδίδοντας το δίκαιο με σεβασμό στις αρχές του Διαφωτισμού. Κυρίως επιφύλαξε ένα κατατροπωτικό χαστούκι στον φθονερό κανιβαλισμό και στους πάσης φύσεως ακραίους δικαιωματιστές οι οποίοι υποβολιμαία επιδιώκουν την ακύρωση κάθε προσωπικότητας που πιθανόν δεν τους ταιριάζει. Πόσο μάλλον αν τους ενοχλεί με τη στάση του.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει ανοιχτό. Αρκεί άραγε η αθωωτική ετυμηγορία του δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου ώστε ο ηθοποιός χωρίς κανένα πλέον ψεγάδι στο όνομά του να επιδιώξει να αποκαταστήσει τη φήμη του και να ξαναχτίσει την καριέρα του εξασφαλίζοντας μεγάλους ρόλους σε ταινίες του Χόλιγουντ; Δύσκολο. Δεδομένου ότι σε αρκετά μεγάλα στούντιο επικρατεί ένα σχεδόν μεσαιωνικό πνεύμα «κυνηγιού των μαγισσών». Και όσο η αρνητική δημοσιότητα πλανάται γύρω και πάνω του, κρίνεται ότι δεν θα διακινδυνέψουν να τον προσλάβουν…
Ετσι κι αλλιώς, η φιγούρα του Σπέισι δεν είναι σαν εκείνη του Τζόνι Ντεπ που γλίτωσε από τις καταγγελίες για ενδοοικογενειακή κακοποίηση και βρήκε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες, ανεξάρτητες παραγωγές για να παίξει έως ότου αθωωθεί. Ο Σπέισι προέρχεται από άλλη, πιο θεατρική ερμηνευτική πάστα, άλλο δραματουργικό ρεπερτόριο και τον διακρίνει διαφορετικό προφίλ.
Στις ΗΠΑ έξαλλου η κινηματογραφική βιομηχανία είναι μεγάλη εμπορική μπίζνα στην οποία εμπλέκονται τεράστια χρηματικά ποσά. Αρα δεν κάνει χατίρια για την αποκατάσταση μιας καριέρας που άδικα αμαυρώθηκε. Δεν είναι όπως στην ανεκτική Ευρώπη που ο κινηματογράφος επιδοτείται ενίοτε ή σταθερά από το κράτος καθώς θεωρείται πολιτιστικό αγαθό. Πόσο μάλλον μια ολόκληρη ήπειρος αποδέχεται στο όνομα της δικαίωσης της ετικέτας #MeToo να μετατρέπει τον νομικό της πολιτισμό σε αυθαίρετη ζούγκλα ώστε να βιάζει το τεκμήριο αθωότητας.
Με δυο λόγια, να καταδικάζονται εκ των προτέρων και άνευ δίκης οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι. Οσο για τον ίδιο τον Αμερικανό ηθοποιό, αυτός λέει πως η δουλειά του θα ζήσει περισσότερο από αυτόν και θα μείνει στη μνήμη. Η επιθυμία επανόδου του στην οθόνη ενδεχομένως ευνοείται από το λουκέτο της Time’s Up που παρέπεμψε πάνω από 4.800 άτομα σε δικηγόρους και χρηματοδότησε 256 υποθέσεις στα λίγα χρόνια ύπαρξής της.
Το δημόσιο ενδιαφέρον στρέφεται πια σε περισσότερη αξιοπιστία, διαφάνεια και ακεραιότητα για μια οργάνωση της οποίας η ακτιβιστική φύση τα τελευταία χρόνια είχε γίνει κάτι σαν μανιερίστικη υποχρέωση. Κλείνοντας, βέβαια, τις δραστηριότητές της στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου κληροδότησε το ταμείο της με μερικά εκατομμύρια δολάρια σε κεφάλαια που θα διανεμηθούν στις νομικές υπηρεσίες συνδρομής σε υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης ή και βίας. Αλλά αυτό δεν αφορά πλέον τον Σπέισι. Μετά την εκδίκαση της υπόθεσής του είναι αμετάκλητα αθώος.
Παρά ταύτα, εκτιμάται ότι τίποτε δεν εγγυάται την άμεση επαναφορά του στις οθόνες του φιλοθεάμονος κοινού. Εστω, όμως, και δίχως δουλειά, αν μένει κάτι από την προσωπική περιπέτειά του είναι ότι ο ορθολογισμός και οι θεσμοί δεν παρασύρονται από παραληρηματικές διώξεις και ιδιοτελείς επιδιώξεις. Αυτό δεν αλλάζει. Είτε ο ίδιος μέχρι το τέλος του καλλιτεχνικού του βίου υποδύεται θεατρικά τον πανούργο, αιμοδιψή και ανάπηρο Ριχάρδο Γ’ που παρακαλεί κραυγάζοντας : «Το βασίλειό μου για ένα άλογο». Είτε τoν μυθιστορηματικά κορυφαίο κακό Λεξ Λούθορ με περούκα στην ταινία «Superman: Η Επιστροφή» που κοροϊδεύει τον διάσημο υπερήρωρα με την μπέρτα και το καλσόν ως χαριτωμένο μεν, αλλά πολύ λίγο για τα γούστα του.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Getty images / Ιdeal images