Ο Γιώργος Καπουτζίδης είναι ένας συνεσταλμένος, ντροπαλός άνθρωπος. Πολλές φορές, για παράδειγμα, φτάνει ακόμα και στο σημείο να διακόψει κάποιον που του απευθύνει επαίνους ή ακόμα περισσότερο διθυράμβους. Παρά την εμπειρία του και την τριβή του με την πολλή συνάφεια της ντόπιας σόουμπιζ, καμιά φορά χάνει ακόμα και τα λόγια του, κοκκινίζει.
Δεν καμώνεται τον ταπεινό ή τον μετριόφρονα, παραμένει έτσι στον πυρήνα του. Και είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό πώς ένας μαζεμένος -κατά το κοινώς λεγόμενο- άνθρωπος καταφέρνει να αποδεικνύεται ένας τολμηρός, επίκαιρος και συγχρονισμένος με την εποχή του δημιουργός όσο προσυπογράφει η νέα πολυαναμενόμενη σειρά του με τίτλο «Σέρρες», που έκανε πρεμιέρα στις αρχές της εβδομάδας στο ΑΝΤ1+ και στην πραγματικότητα ανέλαβε να σύρει το άρμα της νέας εγχώριας on demand πλατφόρμας.
Θα περίμενε κανείς -ως έναν βαθμό εύλογα- ότι για το νέο τηλεοπτικό πόνημά του θα επιστράτευε τις μανιέρες, τα κλισέ και τα σήματα-κατατεθέντα του, όπως λίγο πολύ θα σκεφτόταν να κάνει κάθε καθιερωμένος δημιουργός.
Οχι όμως ο Καπουτζίδης που, τουλάχιστον από τα τρία πρώτα επεισόδια τα οποία είναι διαθέσιμα στην πλατφόρμα, καθιστά ηλίου φαεινότερον ότι αρνείται να επαναλάβει τον εαυτό του, να σερβίρει μια απ’ τα ίδια ή να παίξει εκ του ασφαλούς εκβιάζοντας το γέλιο ή το δάκρυ του κοινού.
Δείτε το τρέιλερ της σειρές «Σέρρες»
Αντιθέτως, με τις «Σέρρες» ο αγαπητός σεναριογράφος και ηθοποιός υπενθυμίζει ότι εκείνο που τον ενδιαφέρει και τον αφορά είναι η εξέλιξη. Καλλιτεχνική, αλλά τελικά και προσωπική. Χωρίς μάλιστα να διατυμπανίζει ή να βροντοφωνάζει το παραπάνω.
Σημειολογικά θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι οι ήρωες στο νέο σίριαλ δέκα επεισοδίων του Καπουτζίδη λένε περισσότερα και πιο ουσιαστικά με τη σιωπή, τις παύσεις και τα βλέμματα που ανταλλάζουν παρά με τις πνευματώδεις ατάκες και το λεκτικό πινγκ πονγκ τους.
Λίγα λόγια για το έργο
Τι είναι όμως αυτή η νέα σειρά με τον αυτοαναφορικό τίτλο (είναι γνωστό ότι ο Γιώργος Καπουτζίδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στις Σέρρες); Είναι κωμωδία; Είναι δράμα; Είναι λίγο κι απ’ τα δύο, ένα υβρίδιο που είθισται να βαφτίζεται με τον διόλου εύηχο τίτλο «δραμεντί»; Είναι όλα τα παραπάνω και ταυτόχρονα τίποτε από όλα αυτά.
Οι «Σέρρες» προσιδιάζουν περισσότερο σε ένα γενναίο κομμάτι αληθινής ζωής, εκεί όπου ακόμα και το πιο δυσάρεστο ή σκοτεινό γεγονός μπορεί να προκαλέσει αυθόρμητο γέλιο, αλλά και το πιο χαρούμενο και ευτυχές περιστατικό να αποδυναμωθεί από μια στιγμή γνήσιας αμηχανίας. Είναι μια σπονδή στον προσωπικό αγώνα για την κατάκτηση της ευτυχίας, όπως καθένας την αντιλαμβάνεται.
Εξάλλου, στη δεύτερη κιόλας σκηνή του πρώτου επεισοδίου αυτή ακριβώς μνημονεύεται, η ευτυχία, ο δρόμος για την οποία, ως γνωστόν, δεν έχει χάρτη και μπούσουλα, ούτε ιχνηλατείται απ’ όλους με τον ίδιο τρόπο. Η Ευτυχία (Λένα Ουζουνίδου) είναι η μητέρα της οικογένειας που δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Παρακολουθούμε τον κεντρικό ήρωα της αφήγησης, τον Οδυσσέα, τον οποίο υποδύεται ο αδικοχαμένος Πάνος Νάτσης, να κατευθύνεται από την Αθήνα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τις Σέρρες, για να παραστεί στο σαρανταήμερο μνημόσυνο της μητέρας του. Στην πραγματικότητα βέβαια ο Οδυσσέας, χωρίς να το γνωρίζει ακόμα, έχει ξεκινήσει να βαδίζει στη νοητή διαδρομή προς τα μύχια του εαυτού και των σχέσεων που τον διαμόρφωσαν και τον καθόρισαν.
Φτάνει με καθυστέρηση στην εκκλησία, όπου τον περιμένουν ο βυθισμένος στη θλίψη πατέρας του (Γιώργος Γάλλος), η social media influencer αδελφή του (Λένα Δροσάκη), η οποία βλέπει τα πάντα ως κάδρα του Instagram και τα αντιμετωπίζει με την ίδια ελαφρότητα, και ο τρίτος αδελφός της οικογένειας (Κωνσταντίνος Μουταφτσής) με τη φαινομενικά αψεγάδιαστη πυρηνική οικογένειά του.
Ο Οδυσσέας, ανοιχτά ομοφυλόφιλος απέναντι στην οικογένεια και τον κοινωνικό περίγυρο της γενέτειράς του, είναι τόσο αποδεκτός όσο περιγράφουν η υποκρισία και η ελαφρά τη καρδία προσέγγιση της φράσης «και τι με νοιάζει εμένα τι κάνει καθένας στο κρεβάτι του;».
Αν και ο Οδυσσέας έχει ταξιδέψει στις Σέρρες μόλις για λίγες ώρες, τελικά ένα ατύχημα του πατέρα του που τον καθηλώνει στο κρεβάτι του νοσοκομείου τον αναγκάζει να παρατείνει την παραμονή του και να αντιμετωπίσει έναν άνθρωπο με τον οποίο ανάλωσαν τον χρόνο τους, δηλαδή την κοινή ζωή τους, τηρώντας μια άρρητη συμφωνία, πως δηλαδή ανάμεσά τους δεν μπορούσε να υπάρξει τίποτε άλλο πέρα από μια εγκαθιδρυμένη, πυκνή και αξεπέραστη αμηχανία. Ούτε ο πατέρας μισεί και απαξιώνει τον γιο, ούτε ο γιος τον πατέρα.
Απλώς δεν έμαθαν ποτέ πώς να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον. Το σπασμένο χέρι του πατέρα λειτουργεί για τον γιο όπως η μαντλέν για τον Προυστ στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Ο Οδυσσέας θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους Κύκλωπες και τους Λαιστρυγόνες του εαυτού του και των άλλων, με ρότα σταθερή και απαρέγκλιτη προς την Ιθάκη του. Τη συμφιλίωση με το μέσα, αλλά και με το γύρω του.
Γκέι χαρακτήρας, οικουμενική αφήγηση
Μολονότι οι «Σέρρες», σε σκηνοθεσία Σταμάτη Πατρώνη, είναι η πρώτη ελληνική τηλεοπτική σειρά που τοποθετεί στο επίκεντρό της έναν γκέι χαρακτήρα -μάλιστα γεννά περίφημες συνεκδοχές το γεγονός ότι στην πρώτη σκηνή βλέπουμε ένα φιλί ανάμεσα σε δύο άνδρες, όπως εκείνο που πάλαι ποτέ είχε σκανδαλίσει το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης οδηγώντας το να μοιράζει πρόστιμα με το καντάρι-, δεν πρόκειται για μια queer δημιουργία που αφορά λίγους ή απευθύνεται μόνο σε κάποιους.
Είναι ένα οικουμενικό αφήγημα για την οικογένεια, τις ανθρώπινες σχέσεις ανεξαρτήτως φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, τη ζωή στην επαρχία, τους γιους και τις κόρες, τις μάνες και τους πατέρες, τους ρόλους που καθένας αναλαμβάνει ήδη από τη γέννησή του, την ευθύνη του εαυτού.
Δείτε απόσπασμα από την σειρά «Σέρρες»
Ναι, προφανώς και η νέα σειρά του Καπουτζίδη, τα ημίωρα επεισόδια (διαθέσιμα κάθε Παρασκευή) της οποίας παρακολουθούνται απνευστί, είναι μπολιασμένη με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του δημιουργού της. Εκτυλίσσεται στα μέρη όπου μεγάλωσε ενώ ο ίδιος έχει πει ότι ξεκίνησε να τη δουλεύει την περίοδο της πρώτης καραντίνας, όταν μάλιστα έπρεπε να βρίσκεται στις Σέρρες για να προστρέξει τον δικό του πατέρα σε ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε.
Ποια είναι η επιτυχία της, όπως μαρτυρούν τα δεκάδες posts στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και η αίσθηση που αποκομίζει κανείς από τις κατ’ ιδίαν συζητήσεις του; Οτι, μολονότι είναι σε έναν βαθμό αυτοαναφορική, με έναν βασικό ήρωα που σε κάποιους μπορεί να φαίνεται ακόμα και ως αντιήρωας και πιο φειδωλή σε ατάκες απ’ όσο θα περίμενε κανείς από τον Καπουτζίδη, καθένας μπορεί να καθρεφτίσει μέσα στη σειρά τον εαυτό του -ή έστω κάποιες εκφάνσεις του- και να βρει τα χαμένα κομμάτια του προσωπικού του παζλ.
Και αυτή είναι προφανώς η μεγαλύτερη επιτυχία και η καλύτερη πληρωμή για τον ταλαντούχο και ανεξάντλητο, όπως φαίνεται, δημιουργό.
Ιδιος, αλλά άλλος
Ο Καπουτζίδης, συνηθισμένος και μαθημένος από τις απαρχές του στο γράψιμο στις ουρανομήκεις επιτυχίες, έχει το θάρρος και το σθένος να μη ζητιανεύει την captatio benevolentiae. Αντιλαμβάνεται την ευθύνη που επωμίζεται δημιουργώντας ένα προϊόν μαζικής κουλτούρας και την αναλαμβάνει πλήρως και με κάθε κόστος.
Πολλοί ενδεχομένως θα δυσαρεστηθούν ή θα δυσθυμήσουν που ένα σίριαλ της ελληνικής τηλεόρασης επικεντρώνεται σε έναν ομοφυλόφιλο ήρωα, άλλοι θα τον βρουν πολύ αρρενωπό, σε κάποιους θα φανεί ακροθιγώς θηλυπρεπής, μερικοί μπορεί να μην μπουν καν στον κόπο να παρακολουθήσουν τη σειρά. Αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ το ζήτημα ή το θέμα για τον Καπουτζίδη.
Το έλεγε άλλωστε σε συνεντεύξεις του όσο ακόμα δούλευε πάνω στις «Σέρρες», πως, αν και τον ενδιαφέρει η απήχηση, δεν γράφει με γνώμονα το επάρατο «τι θα πει ο κόσμος», το οποίο φυσικά και δεν μένει ασχολίαστο στη νέα σειρά του. Το μόνο που θέλει είναι να είναι συνεπής απέναντι στον εαυτό του. Δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς ότι το πέτυχε μέχρι κεραίας.
Είναι προφανές ότι με τις «Σέρρες» δεν αποπειράθηκε να κάνει ένα ακόμα «Παρά πέντε», μια «Εθνική Ελλάδος» ή ένα σίριαλ σαν τις «Σαββατογεννημένες» που τον σύστησαν στο κοινό ως σεναριογράφο και ηθοποιό. Πιθανότατα δεν του πέρασε καν από το μυαλό.
Θα ήταν μάταιο και μάλλον ανούσιο, άλλωστε, να εστιάζει σε ήδη κατακτημένες κορυφές. Οπως θα ήταν κενή νοήματος μια προσπάθεια να επιδείξει το δεδομένο συγγραφικό ταλέντο του με ένα πολυδαίδαλο σενάριο. Προτίμησε να επενδύσει σε μια απλή αλλά πολυεπίπεδη ιστορία, στην οποία αποκρυσταλλώνεται περίφημα το τώρα.
Η αποδοχή και η διαφορετικότητα, η επιδερμικότητα και το θεαθήναι, τα κοινωνικά δίκτυα και το παράλληλο σύμπαν τους, οι παθογένειες που πληγώνουν την (ελληνική) οικογένεια, αλλά και το μήνυμα ότι ποτέ δεν είναι πολύ αργά για να τις επουλώσει.
Με τις «Σέρρες» ο Γιώργος Καπουτζίδης φαίνεται να πετυχαίνει να ανεβάσει τον πήχη της εγχώριας μυθοπλασίας, να θυμίσει από την αρχή το νόημα του επιθετικού προσδιορισμού «επιδραστικός», αλλά και να λειτουργήσει -ακούσια- ως αντίβαρο της ντόπιας τηλεοπτικής μετριότητας, της ατολμίας και βέβαια του αποχαλινωμένου λαϊκισμού. Φτάνει το μαχαίρι στο κόκαλο χωρίς να χρειαστεί να τρέξει ούτε μια τόση δα στάλα αίματος.
Πηγή: protothema.gr