Για δύο συναπτά χρόνια δεν βλέπαμε τους φίλους μας όσο παλιά. Μας έλειψαν οι συνάδελφοι από τη δουλειά, ακόμη και ο καφετζής στον δρόμο προς το γραφείο. Νιώθαμε μοναξιά. Ολοι μας. Οι νευροεπιστήμονες πιστεύουν ότι αυτό που συνέβαινε στο μυαλό μας ήταν το εξής:
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, που έχει εξελιχθεί έτσι ώστε να αναζητάει ασφάλεια στους αριθμούς, καταγράφει τη μοναξιά ως απειλή. Τα κέντρα που ελέγχουν τον κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένης της αμυγδαλής, επιβαρύνονται και απελευθερώνουν ορμόνες άγχους. Οι παλμοί της καρδιάς επιταχύνονται, η πίεση ανεβαίνει, όπως και τα επίπεδα ζαχάρου, για να παράσχουν την απαραίτητη ενέργεια σε περίπτωση που αυτή καταστεί αναγκαία. Το σώμα παράγει τα απαραίτητα κύτταρα για να διορθώσει τη ζημιά στους ιστούς και να προλάβει τη μόλυνση, ενώ ταυτόχρονα μειώνει τον αριθμό των αντισωμάτων για την καταπολέμηση των ιών. Υποσυνείδητα οι άλλοι άνθρωποι αρχίζουν να φαντάζουν σαν δυνάμει απειλές, πηγές απόρριψης ή απάθειας – και λιγότερο σαν φίλοι ή θεραπεία για τη μοναξιά. Σε μια βίαιη μεταστροφή, ακριβώς τα μέτρα πρόληψης για την απομόνωση από τον κορωνοϊό είναι πιθανό να καθιστούν τον οργανισμό λιγότερο ανθεκτικό σε αυτόν ή λιγότερο θετικό στο εμβόλιο, επειδή είναι λιγότερα τα αντισώματα για την καταπολέμησή του.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος καταγράφει την απομόνωση ως απειλή και ετοιμάζει τον οργανισμό για να την αντιμετωπίσει.
Η πόλη της Νέας Υόρκης, όπου ένα εκατ. άνθρωποι ζουν μόνοι, ήταν τα τελευταία δύο χρόνια ένα πείραμα στη μοναξιά. Εννέα εκατ. κάτοικοι, παγιδευμένοι μόνο με τα κινητά τους τηλέφωνα και τη δυνατότητα κατ’ οίκον διανομής, παρέμειναν αποκομμένοι από τους τόπους στους οποίους είχαν συνηθίσει να συναθροίζονται. Τώρα που οι περιορισμοί αίρονται, η Νέα Υόρκη επανέρχεται σε κάτι που μοιάζει με κανονικότητα. Ωστόσο, ο μεγάλος άγνωστος είναι οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της παρατεταμένης απομόνωσης και της μοναξιάς που τη συνόδευσε.