Το Μάιο του 1969, η 17χρονη βρέθηκε κατακρεουργημένη στο καπνοχώραφο του πατριού της έξω από τη Νικόκλεια Σερρών.
Η λεπίδα του τσεκουριού άστραφτε, όπως ήταν ακουμπισμένη πάνω στο κάρο. Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω της, μαρτυρώντας το πόσο μεθοδικά την είχε ακονίσει. Λίγο πριν ανέβει το στενό χωματόδρομο για το καπνοχώραφο, σταμάτησε το άλογο και κατευθύνθηκε πεζή προς το φράκτη. Προσεκτικά περπάτησε μέχρι να τη δει. Η 17χρονη βρισκόταν μόλις 11 μέτρα μακριά. Ήταν σκυμμένη πάνω από τα φυτά και τα πότιζε, με γυρισμένη την πλάτη σε αυτόν.
Την πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές, αθόρυβα σχεδόν, περνώντας μέσα από τα αυλάκια για το πότισμα. Όταν πια βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής, σήκωσε ψηλά το δεξί του χέρι με το οποίο κρατούσε το τσεκούρι και το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι της. Η 17χρονη δεν πρόλαβε ούτε να αντιδράσει, ούτε να φωνάξει. Έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα και δίχως να χάσει τις αισθήσεις της, γύρισε ανάσκελα. Τρία ακόμη χτυπήματα, στο κεφάλι και στην καρωτίδα, ήταν αρκετά. Ο θάνατος της ήταν ακαριαίος.
Το αίμα είχε βάψει τα πάντα κόκκινα. Το χώμα, τα πλατιά φύλλα των καπνών, το τσεκούρι, τα χέρια του. Έριξε μια ματιά γύρω του. Στα γειτονικά χωράφια οι εργάτες σκάλιζαν ακόμη ανύποπτοι. Κανείς δεν είχε καταλάβει τί συνέβαινε. Πρώτη του κίνηση να αφαιρέσει από το λαιμό της 17χρονης το μαντήλι που φορούσε, και με αργές κινήσεις να καθαρίσει όσο μπορούσε, το όπλο του εγκλήματος.
Στο φράκτη, σταμάτησε ξανά. Με ψυχραιμία απόλαυσε τις ρουφηξιές από το τσιγάρο του, πριν επιστρέψει στο σπίτι. Είχε ακόμη ένα πράγμα που έπρεπε να κάνει: να ανακοινώσει στη μάνα της, στη γυναίκα του δηλαδή, ότι οι απειλές του έγιναν πράξη. Τη σκότωσε τη μικρή, όπως της έπρεπε.
Το αίμα είχε βάψει τα πάντα κόκκινα. Το χώμα, τα πλατιά φύλλα των καπνών, το τσεκούρι, τα χέρια του.
“Έκοψα τη μικρή. Κι αν δεν πιστεύεις, πήγαινε στο κάρο να δεις το ματωμένο τσεκούρι” ήταν τα λόγια του μόλις μπήκε στο σπίτι του, στη Νικόκλεια Σερρών. Η γυναίκα έτρεξε μόνο για να αντικρίσει με τα μάτια της τα ίχνη από το αίμα που υπήρχαν μέσα στο κάρο. Η γειτονιά ξεσηκώθηκε από τις φωνές και το θρήνο της χαροκαμένης μάνας, που έχασε τη μεγάλη της κόρη από τα χέρια του πατριού της. Οι άνδρες έφυγαν με κάθε μέσο για το χωράφι. Εκεί στο δέκατο αυλάκι, είδαν ξαπλωμένη τη 17χρονη, με το κεφάλι της σχεδόν πολτοποιημένο. Δίπλα της το ποτιστήρι και το ματωμένο της μαντήλι.
Ο δράστης συνελήφθη αμέσως. Στο Τμήμα της Νιγρίτας απαντούσε αόριστα, σαν να μην είχε συναίσθηση των όσων είχαν συμβεί. Άλλωστε, δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την ημέρα που είχε πάρει εξιτήριο από νευρολογική κλινική στις Σέρρες. Δεκαοκτώ ημέρες είχε μείνει εκεί, πριν επιστρέψει στο χωριό.
Για 10 ολόκληρες ώρες, ο διοικητής τον ανέκρινε, μέχρι που λύγισε και ομολόγησε: “Ναι, τη σκότωσα, γιατί δεν ήθελε να πάρει για άντρα εκείνον που της διάλεξα εγώ. Δεν με άκουσε, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή της”. Ο φονιάς θα βρεθεί μία τελευταία φορά στο καπνοχώραφο του, όταν διαταχθεί η διενέργεια αναπαράστασης του εγκλήματος. Πλήθος κόσμου, ακόμη και στενοί συγγενείς τους, συγκεντρώθηκε στον τόπο του εγκλήματος, καταριώντας τον 36χρονο για την πράξη του.
“Ναι, τη σκότωσα, γιατί δεν ήθελε να πάρει για άντρα εκείνον που της διάλεξα εγώ. Δεν με άκουσε, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή της”
Εκείνος ατάραχος, όπως περιγράφουν τα δημοσιεύματα της εποχής, περιέγραψε την αιματηρή σκηνή κι όταν χρειάστηκε ξάπλωσε στο χώμα, ακριβώς στο σημείο που είχε αφήσει να κείτεται νεκρή η 17χρονη, για να δείξει στους αστυνομικούς του έργο του. Πώς δηλαδή, τη χτύπησε με το τσεκούρι, πώς το θύμα έπεσε αιμόφυρτο και πως το αποτελείωσε με λίγες κινήσεις του. Ωστόσο, επέμεινε πως δεν είχε προμελετήσει το άγριο έγκλημα, αλλά “σάλεψε το λογικό του”.
Την υπερασπιστική του γραμμή κλόνισε και το γεγονός ότι δεν ήταν η πρώτη φορά… Λίγος καιρός είχε περάσει από το περιστατικό της Μεγάλης Εβδομάδας. Μία γειτόνισσα από δίπλα την είχε σώσει από βέβαιο θάνατο. Πάλι είχε αρπάξει το τσεκούρι και πήγε κατά πάνω της. Η 17χρονη ούτε τότε είχε μπορέσει να αντιδράσει. Ήταν 17 χρονών και εκείνος 36. Τον είχε δει που ερχόταν με φόρα, αλλά πέτρωσε και για καλή της τύχη η γειτόνισσα βρήκε το θάρρος και τον έπιασε από τα χέρια. Το τσεκούρι άλλαξε πορεία και η λεπίδα του είχε καρφωθεί στο πόδι του αργαλειού. Τι κι αν είχε περάσει από το σπίτι ο αστυνόμος για να κάνει συστάσεις; Τί κι αν εκείνος είχε ζητήσει συγγνώμη, δηλώνοντας ότι ποτέ δεν επρόκειτο να το ξανακάνει;
Οι δυο τους ήδη βρίσκονταν στα “μαχαίρια”. Η 17χρονη είχε στυλώσει τα πόδια και δεν τον άκουγε. Το ότι την αρραβώνιασε με το δράστη, δεν την ενόχλησε. Ήταν καλό παιδί, γείτονας και -το σημαντικότερο- μόλις 20 χρονών, έτοιμος κι εκείνος να ξεκινήσουν μία κοινή ζωή. Όμως, καλά καλά δεν πέρασαν μερικοί μήνες και μέσα στο Πάσχα ο πατριός της άλλαξε γνώμη. Της είπε -τη διέταξε σχεδόν- να διαλύσει τον αρραβώνα, γιατί της βρήκε νέο γαμπρό. Ετών 44, όσο κι ο πατέρας της όταν τον έχασαν πριν 2-3 χρόνια. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μίλησαν για “άρρωστο ερωτικό πάθος” εξαιτίας του οποίου εκείνος αντιδρούσε σε ένα μελλοντικό γάμο της.
Ο δράστης παραπέμφθηκε στον ανακριτή, ο οποίος μη λαμβάνοντας υπόψη τα περί κλονισμένη ψυχικής υγείας, τον προφυλάκισε “δι’ ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως τελεσθείσας υπό περιστάσεις καθιστώσας την πράξη τούτου ιδιαζόντως απεχθή”.
Μέχρι η υπόθεση να φτάσει στο Μικτό Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης για να δικαστεί, ο κατηγορούμενος είχε μεταχθεί από τις επανορθωτικές φυλακές, στο δημόσιο ψυχιατρείο. Η εξέλιξη αυτή δεν επηρέασε δικαστές κι ενόρκους αρκετά ώστε να τον χαρακτηρίσουν ακαταλόγιστο.
Κατάφερε ωστόσο, να “σπάσει” τα ισόβια δεσμά και να του επιβληθεί ποινή κάθειρξης 18 ετών, αφού του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του ελαττωμένου καταλογισμού κατά την της τέλεσης του εγκλήματος. “Δεν είμαι καλά. Με πιάνει μια τρέμουλα, που μου περνά όταν θα πάρω τα χάπια. Όταν σκότωσα τη μικρή δεν είχα χάπια και γι αυτό δεν ήμουν ήρεμος” θα πει στην απολογία του.