Στη τελική ευθεία προς ψήφιση βαίνει το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, για το οποίο, παρά τις ενστάσεις αντισυνταγματικότητας που κατατέθηκαν από μέρος της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση έλαβε το «πράσινο φως» από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής (σ.σ.: με κάποιους αστερίσκους στο θέμα της διαχείρισης των προσωπικών δεδομένων) για τις επίμαχες διατάξεις που αφορούν στην πανεπιστημιακή αστυνομία.
Η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε ένσταση αντισυνταγματικότητας σε σειρά διατάξεων του νομοσχεδίου που αφορούν, μεταξύ άλλων, την υποχρεωτική εφαρμογή συστήματος ελεγχόμενης πρόσβασης στα Ιδρύματα και μέσων επιτήρησης, καθώς και για την πρόβλεψη αστυνομικής παρουσίας στα ΑΕΙ, με το ΚΙΝ.ΑΛ., το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 να στηρίζουν την ενέργειά του.
Οι ενστάσεις απορρίφθηκαν, με την υπουργό Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, να σημειώνει ότι δεν έχουν καμία τεκμηρίωση.
Στην έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής για το νομοσχέδιο, αναφορικά με τη σύσταση σώματος ασφαλείας στα πανεπιστήμια που θα υπάγεται στην Ελληνική Αστυνομία, αναφέρεται: «Η παροχή έννομης προστασίας στη ζωή και την προσωπική ασφάλεια δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του κράτους, αλλά αποτελεί υποχρέωσή του, ενώ ανήκει καταρχήν στο νομοθέτη η διάρθρωση του συστήματος προστασίας κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση όλων των συνταγματικών δικαιωμάτων και η τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου».
Στην παραπάνω αναφορά εστίασε και η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, κατά την παρέμβασή της στη Βουλή, σημειώνοντας: «Τα πανεπιστήμιά μας δεν έχουν αυτονομία. Εχουν αυτοδιοίκητο. Υπάρχει μία πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο. Και θα σας το πω με ένα παράδειγμα: ο νομοθέτης θέτει τους κανόνες βάσει των οποίων εκλέγονται οι καθηγητές στα πανεπιστήμια. Τα πανεπιστήμια εφαρμόζουν αυτούς τους κανόνες. Δεν θεσπίζει το πανεπιστήμιο το ίδιο τους κανόνες βάσει των οποίων εκλέγονται τα μέλη ΔΕΠ. Ακριβώς ίδια είναι η εφαρμογή και στα ζητήματα των πειθαρχικών. Είναι θεμελιώδης διαφορά συνταγματικού δικαίου μεταξύ αυτονομίας και αυτοδιοίκησης».
Ειδικότερα, για το σημείο-«αγκάθι» μεταξύ του διαλόγου του υπουργείου Παιδείας και των πανεπιστημιακών, για το πού θα υπάγεται το νέο σώμα ασφαλείας, η υπουργός Παιδείας υποστήριξε: «Απόφαση 2192 του 2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι η εθνική άμυνα, η δημόσια τάξη, η κρατική ασφάλεια, ειδικότερες εκφάνσεις των οποίων αποτελούν η πρόληψη και η καταστολή του εγκλήματος, ως κατεξοχήν δημόσιες εξουσίες και εκφράσεις κυριαρχίας, αποτελούν αρμοδιότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό δεν μπορεί να παραχωρηθεί, έχει κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας, αυτή η αρμοδιότητα, η οποία αγγίζει τον σκληρό πυρήνα του κράτους.
Όπως, επίσης, δεν μπορεί να υπαχθεί ένα σώμα που υπηρετεί πλήρη αστυνομικά καθήκοντα στις πρυτανικές αρχές. Γιατί αυτή η κρατική αρμοδιότητα ανήκει ακριβώς στον πυρήνα του κράτους και κατά νόμο έχει ανατεθεί αποκλειστικά στην Ελληνική Αστυνομία. Και για έναν ακόμα λόγο, ο ίδιος ο χαρακτήρας αυτών των αυτοδιοικητικών αρχών, όπως είναι τα πανεπιστήμια, όπως είναι οι ΟΤΑ, δεν συνάδει με την άσκηση, εκ μέρους των οργάνων τους, αστυνομικών αρμοδιοτήτων. Να το πούμε πολύ απλά; Θα δώσει ο πρύτανης εντολή για σύλληψη; Ο πρύτανης θα ασχοληθεί βεβαίως με τα θέματα τα ακαδημαϊκά».
Στις παρατηρήσεις της Επιτροπής τίθεται το ζήτημα της επεξεργασίας δεδομένων, με την έκθεση να σημειώνει ότι θα πρέπει να γίνει σαφής καθορισμός των Αρχών της Αστυνομίας και του Ιδρύματος σχετικά με τον υπεύθυνο επεξεργασίας που θα διαχειρίζεται το «υλικό» από τα μέσα επιτήρησης που θα τοποθετηθούν στα Ιδρύματα. Το υπουργείο σε ανακοίνωσή του αποδέχθηκε τις παρατηρήσεις της Επιτροπής και σημείωσε ότι θα προχωρήσει νομοτεχνικές βελτιώσεις στο νομοσχέδιο πριν από την ψήφισή του.