Δεν αγάπησα εσένα μου φαίνεται. Αγάπησα μόνο τα μάτια σου. Όσο κοινότυπο και τετριμμένο κι αν ακούγεται.
Αυτά τα μεγάλα, πράσινα, μάτια σου. Αυτά τα μάτια που με κοίταζαν με σιγουριά, με ένα θράσος απαράβατο. Αυτά τα μάτια που μέσα τους καθρεφτιζόμουν ολόκληρος. Κάθε μου λάθος και κάθε μου σωστό βρισκόταν μέσα σ’ αυτά τα μάτια.
Θυμάμαι όταν τα αντίκρισα για πρώτη φορά, όταν άγγιξα κάτι απ’ το βάθος και την αλήθεια τους. Θυμάμαι κι όταν με άφησαν, όταν μου πετούσαν μόνο φλόγες. Θυμάμαι πως πρώτα είδα το τέλος μέσα απ’ τα μάτια σου και μετά το κατάλαβα.
Τα ζηλεύω τα μάτια σου τώρα. Τα ζηλεύω που μπορούν τα κοιτάνε άλλους, να κλείνουν παθιασμένα για άλλους, τα ζηλεύω όταν κλαίνε, όταν στεναχωριούνται. Τα θέλω μόνο δικά μου. Κι ας τα έχασα καιρό πριν.
Τα συγχώρεσα, να ξέρεις. Τα συγχώρεσα εκείνα, μα εσένα δε θα σε συγχωρέσω. Θέλω να τα αγκαλιάσω τα μάτια σου, να τα φιλήσω, να χαθώ μέσα τους. Θέλω να τους πω τι μου συμβαίνει, να τους πω πως κάποτε μ’ αγάπησες, πως κάποτε πέθαινες για ‘μένα. Θέλω να τους θυμίσω πως κάποτε τα μάτια αυτά ανοιγόκλειναν μόνο για ‘μενα. Θέλω να τους εξηγήσω πως κάποτε εγώ ήμουν ο μοναδικός που καθρεφτιζόταν μέσα τους.
Δε θέλω να ξεχάσω τα μάτια σου. Τελευταία νιώθω πως ξεθωριάζουν απ’ τη μνήμη μου. Πως πασχίζω να θυμηθώ το χρώμα τους, πως δεν είμαι σίγουρος πια για τη λάμψη τους, πως έχω λιγάκι μπερδέψει το σχήμα τους. Τα ξεχνάω…
Θυμάσαι που μου τα περιέγραφες; Θυμάσαι πόσο πολύ προσπαθούσες να με κάνεις να τα δω, κι ας μην μπορούσα; Θυμάσαι πόσο πολύ γελούσες όταν σε ρωτούσα δεκάδες φορές για το χρώμα τους;
Τα μάτια σου. Τα μάτια σου είχαν γίνει τα δικά μου. Για πόσο; Πέντε χρόνια πρέπει να ήτανε, όχι παραπάνω. Λάτρευα τα μάτια σου, όχι γιατί είχανε γίνει τα δικά μου, μα γιατί κάθε φορά που τα άγγιζα, ένιωθα να αγγίζω τον κόσμο που δεν μπορούσα να δω.
Αυτά τα μάτια μου έδειξαν τον έρωτα, τις θάλασσες του κόσμου, τα ταξίδια, τα ανοιχτά παράθυρα. Αυτά τα μάτια με έμαθαν να αγαπώ τη ζωή μου, που την είχα παρατήσει. Με έμαθαν απ’ την αρχή να εκτιμάω τη μυρωδιά της θάλασσας και τη γεύση του ούζου στον ουρανίσκο μου. Με έμαθαν ξανά να τρενάρω την αφή μου, τόσο που να ξαναζωντανέψει στη μνήμη μου η ζεστή άμμος το καλοκαίρι και το παγωμένο χιόνι τον χειμώνα.
Αυτά τα μάτια με περπάτησαν στα πιο ωραία ηλιοβασιλέματα, με τον ήλιο να μου καίει το πρόσωπο. Με πήγαν στις πιο ψηλές βουνοκορφές προσπαθώντας να μου θυμίσουν πώς μυρίζει ο βουνίσιος αέρας. Και τα κατάφεραν. Περίτρανα. Κι όταν αυτά τα μάτια αποφάσισαν να φύγουν, πήραν μαζί τους όλες τις μυρωδιές του κόσμου, όλα τα αγγίγματα, όλες τις γεύσεις που υπάρχουν, και μ’ άφησαν στο σκοτάδι μου ξανά.
Σ’ ένα σκοτάδι που μέσα του φαίνονται μόνο αυτά τα δυο μάτια. Ίσως και να τα καταφέρω ξανά χωρίς εσένα. Ίσως και να μπορέσω. Μα κάνε μου μια χάρη και πρόσεχε τα μάτια σου, γιατί όταν κλαίνε, δακρύζω κι εγώ, και δεν κάνει να δακρύζουν άχρηστα μάτια σαν τα δικά μου.