Ψυχρολουσία για τους δημοσίους υπαλλήλους από το ΣτΕ, η Ολομέλεια του οποίου ανέτρεψε απόφαση του αρμόδιου τμήματος και έκρινε ότι δεν δικαιούνται εφεξής δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας οι εν ενεργεία δημόσιοι υπάλληλοι.
Υπενθυμίζεται ότι το ΔΝΤ υπολόγιζε το κόστος των αναδρομικών που θα υποχρεούταν να καταβάλει το κράτος -σε περίπτωση δικαίωσης των δημοσίων υπαλλήλων- σε 1,4% του ΑΕΠ ή 2,6 δισ. αναδρομικά και 0,2% του ΑΕΠ επιβάρυνση εφεξής κάθε χρόνο στον προϋπολογισμό.
Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ προέκυψε κατά πλειοψηφία η οποία απέρριψε τις σχετικές προσφυγές και αποφάσισε αντίθετα από ό,τι είχε κρίνει πριν από περίπου ένα χρόνο το ΣΤ’ τμήμα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Κεκλεισμένων των θυρών η απόφαση του ΣτΕ
Σύμφωνα με πληροφορίες, η απόφαση-σοκ για τους δημοσίους υπαλλήλους ελήφθη την περασμένη Παρασκευή σε θυελλώδη – κεκλεισμένων των θυρών -συνεδρίαση της Ολομέλειας του ΣτΕ.
Η πλειοψηφία των ανωτάτων δικαστικών αποφάσισε ότι οι περικοπές στα δώρα και τα επιδόματα στους δημοσίους υπαλλήλους, τους υπαλλήλους των ΟΤΑ και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου είναι συνταγματικές και καθ’ όλα νόμιμες.
Αναιρείται η πρώτη απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ
Υπενθυμίζεται ότι οι περικοπές δώρων και επιδόματος αδείας είχαν γίνει με τον νόμο 4093 του 2012. Στις προσφυγές, το ΣΤ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε αποφανθεί ότι οι περικοπές σε 13ο και 14ο μισθό, είναι αντίθετες με το άρθρο 25 και 4 του Συντάγματος, που καθιερώνουν τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Μάλιστα είχε αναγνωρίσει μεν ότι ο νομοθέτης εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο «επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περαιτέρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών».
Και είχαν τότε προσθέσει οι σύμβουλοι του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ, ότι, τα επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».
Μετά την απόφαση αυτή το θέμα έφτασε στην Ολομέλεια λόγω της μείζονος σπουδαιότητάς του και η εκδίκαση της υπόθεσης έγινε στην 1η Φεβρουαρίου με εισηγήτρια την σύμβουλο του ΣτΕ Κωνσταντίνα Φιλοπούλου. Για λόγους σοβαρούς δεν μπόρεσε να συνεχίσει και ανέλαβε την εισήγηση η σύμβουλος Ελένη Παπαδημητρίου, που εισηγήθηκε τελικά και στην προχθεσινή διάσκεψη.
Το σκεπτικό της απόφασης που αναιρείται τώρα από το ΣτΕ
Η κυρία Ελένη Παπαδημητρίου στην εισήγησή της επικαλέστηκε το πρόσθετο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αλλά και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Η εισηγήτρια μεταξύ άλλων τόνιζε ότι «ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των νόμων 3833/2010 και 3845/2012 που ελήφθησαν, κατά τις διαπιστώσεις του νομοθέτη, προ του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως και πάλι, κατά παράβαση της κατ’ άρθρο 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών».
Αντισυνταγματική η περικοπή δώρων και επιδομάτων, έλεγε το ΣΤ’ τμήμα του ΣτΕ
Περαιτέρω, σημείωνε η εισηγήτρια του ΣΤ’ τμήματος του ΣτΕ, «οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που παρέχει δέσμη μέτρων για ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών».
Μάλιστα, η εισηγήτρια επικαλούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (4327/2014), πρόσθετε ότι «η συνταγματικότητα των μέτρων αυτών δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της Ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστη μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως τη εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ’ επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων».
Πηγή: iefimerida.gr